Κώστας Λούστας (1933-2014), Ελλάς η Αναξιοπαθούσα, 1989,
λάδι σε πάνελ, 122x150εκ. (ιδιωτική συλλογή)
Χίλια εννιακόσια πενήντα. Πάλι στη Λυγκηστίδα (πέτρινα χρόνια). Χειμώνoς μεσούντος. Tην 25η Μαρτίου αέρας δυνατός και χιονόνερο. Στην πλατεία οι σημαίες πάνε να σπάσουν τα πιο αδύνατα κοντάρια ενώ κάποιες ταμπέλες καταστημάτων ήδη βρίσκονται στο έδαφος. Ώρα δύο το πρωί και κρατάω την τραγιάσκα μου με την παλάμη. Συναυλία κρότων, τριγμών και ξαφνικών θορύβων. Κανείς διαβάτης. Η γιορτή της φύσης ακολούθησε κατά πόδας τη γιορτή της παλιγγενεσίας των Ελλήνων. Θρίαμβος!
Αίφνης ένα δυνατό «κρακ» και η μεγάλη σημαία —η μεγαλύτερη της πλατείας— «πνίγεται» η μισή, βουτηγμένη στα λασπόνερα. Έτρεξα απέναντι (χάνοντας το καπέλο μου) τη σήκωσα και άρχισα να την πλένω (στο διπλανό λούκι της βροχής) με τα χέρια μου τα παγωμένα.
Την έστυψα, την τέντωσα και με τα κορδόνια μου την έδεσα στο μισό πλέον κοντάρι.(Μόλις που άγγιζε τώρα το πεζοδρόμιο). Ύστερα έκανα δύο βήματα πίσω, την χαιρέτησα στρατιωτικά, φίλησα την άκρη της που έσταζε ακόμη και έκλεινα «επί δεξιά» φεύγοντας. Χαρά μου και καθήκον μου…
«Ποιος» είπε ότι δεν σκηνοθετείται και δεν παίζεται η μεγαλοφυής αφέλεια; Είμαι τόσο θεατρικός —μέσα απ’ την εντιμότητά μου— που μπορώ «να εξηγήσω» ένα σωρό πράγματα. Αλλά όμως …«λείπει η αλεπού απ’ το παζάρι;»
«Τσαφ» πάνω στο «επί δεξιά» δύο χωροφύλακες (Κοίτα ατυχία!)
«Τί κάνεις ρε παλιόπαιδο;»
«Να σας εξηγήσω κύριε» τραύλισα...
«Τί να μας πεις ρε π ..στη;».
Και με πλακώνουν στο ξύλο κι οι δύο, με βάζουν αιμόφυρτο στη μέση και με σέρνουν ως το τμήμα το παλιό. Εκεί με πέταξαν σ’ ένα μπουντρούμι με κλωτσιές και σφαλιάρες όπου έμεινα ως το πρωί που ήρθε «ο κύριος Διοικητής»... να με ανακρίνει. (Εκείνο «το ζώον...» που περπατούσε πρώτα η κοιλιά του, ακολουθούσαν τα πόδια του και πολύ-πολύ αργότερα το μυαλό του...)
«Εκείνος» που είχε «το ταίρι του» στην άλλη μεριά της πόλης... «Πολύτιμα» πετράδια της εποχής... που η πολιτεία «τους συντήρησε» σκοπίμως και παρανόμως ως «ταγούς» του «Εθνικού» μας πολιτισμού, εκείνους και κάποιους άλλους ακόμη που ξεχάστηκαν βίαια με μια έντρομη ντροπή απ’ την πληθώρα των θυμάτων τους... Βεβαίως, «στερημένοι» και οι δύο ως άτομα τρομοκράτησαν κόσμο και κοσμάκη, τον ταπείνωσαν, τον εξεδίωξαν εις την ξένην ή τον εκτέλεσαν για να επιτευχθεί «η κάθαρση» και η αποκατάσταση των «Εθνικών Ακεραίων»...
«Δεν ντρέπεσαι, ρε παλιόπαιδο; Τί σου έφταιξε η σημαία μας ρε και την έσχισες; Θα σου σπάσω τα χέρια τώρα αμέσως... Άπλωσέ τα στο γραφείο μου! Αμέσως είπα!...»
Παίρνει ένα στρόγγυλο μαύρο χάρακα, βαρύ σαν μπαστούνι, το σηκώνει στον αέρα και διατάσσει: «Τα χέρια σου είπα... εδώ... εδώ!»
ΔΕΝ τα έβαλα εν τέλει τα χέρια μου στο γραφείο του διότι ως ελληνόπαιδο τα ήθελα να παίζω βιολί, να ζωγραφίζω, να γράφω και να σηκώνω «απ’ τις λάσπες» το εθνικό μας σύμβολο στις «κακοκαιρίες» την ώρα που οι άλλοι έπαιρναν τον ύπνο του δικαίου και του αδίκου. «Τον κάθε ύπνο...»
(Είχε συνέχεια η τιμωρία μου: την άλλη μέρα έφαγα «οκτώ» ημέρες αποβολή από το Γυμνάσιο συν επτά χαστούκια.)
Και γα@ώ «τη δική σας» Ελλάδα... Δε μου λες, ρε φίλε, σου περισσεύει καρδιά να πεις ο αποθανών δεδικαίωται; Εμένα δυστυχώς όχι. ΔΥΣΤΥΧΩΣ είπα...
(Απόσπασμα από το «Εκατό και πλέον δακτυλίδια για πρίγκηπες», Εκδόσεις Ιανός, Θεσσαλονίκη 2005, σελ.219-221).
___________________________________________________________________
* ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ ΦΕΤΟΣ Ο ΚΩΣΤΑΣ ΛΟΥΣΤΑΣ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ! Με μια επιλογή ποιημάτων του (από τον Ιανό) και με μια έκθεση ("Οι σημαίες" του) τον Μάρτιο στη Δημοτική Πινακοθήκη. Μείνετε ενήμεροι και εν εγρηγόρσει... ΘΑ ΜΑΣ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ!
_______________________________________________________________
Είσαι ανεξάντλητος !
ΑπάντησηΔιαγραφήΤα φαινόμενα εξαπάτησαν τις αρχές, την πλήρωσε ο Λούστας! Τον θυμάμαι στην παρουσίαση βιβλίου σου, είπαμε δυο κουβέντες για τη Φλώρινα...
ΑπάντησηΔιαγραφήΘυμούμαι πως είχε έρθει (αυτοθυσιαστικά κάπως) παρά την ταλαιπωρία της υγείας του που ήταν ήδη από τότε πολύ επιβαρυμένη...
ΔιαγραφήΤι ωραία και λυπητερή ιστορία...
ΑπάντησηΔιαγραφήΈτσι είναι Νίκο μου η Δυτική Μακεδονία.
ΔιαγραφήΠάντα βουρκωμένη, λυπητερή και κρύα..
Και με πολλή χωροφυλακή στο παρελθόν.