Σαν να μου επιτέθηκαν δυο βιβλία χτες το πρωί…
Ανηφορίζοντας την Παύλου Μελά είδα την φτωχική πραμάτεια της γραίας παλιοπώλιδος να έχει βγει στο μεϊντάνι ακουμπισμένη στον τοίχο πλάι στην είσοδο του μαγαζιού. Είχα στο νου μου από το προηγούμενο βράδυ το ζουμερό και ολοζώντανο βιβλίο της Αθηνάς Κακούρη «Πριμαρόλια», που διεξέρχεται «το σταφιδικόν ζήτημα» στην Πάτρα από το 1892 και μετά. Εκεί, σε μια σκηνή (αρπακτικής—τι άλλο;) δημοπρασίας, στο βιός ενός από τους πρώτους χρεοκοπημένους αστούς κάποιος από το πλήθος, ο Κρεμμύδης, άγχεται: «τόν Γυαλινά μοῦ παράγγειλε ἡ γυναίκα μου νά πάρω αυτόν τόν μεγάλο μέ τήν Παλιοβούνα στή δύση. Ποῦ στό καλό βρίσκεται;»
Tόσο ζωηρή η σκηνή ώστε θυμήθηκα πως, στις αρχές της πρώτης δεκαετίας του εικοστού πρώτου αιώνα, τόλμησα να «διαπραγματευτώ» —ανεπιτυχώς βέβαια, διότι «έφυγε ψηλά» η τιμή—με τους Christie’s που εξέθεταν μια δημοπρασία τους στους χώρους του Κρατικού Θεάτρου στην πόλη μας, μια μεγάλη ακουαρέλα του Άγγελου Γυαλινά (1857-1939). Έτσι που τα ’βλεπα όλα εδώ, στην πρόχειρη προθήκη, μαζί με κάτι βλαχομπαρόκ φωτιστικά και λίγα παλαιϊκά σερβίτσια χαμηλής μάλλον αξίας, αραδιασμένα να στέκουν κοντά στην είσοδο, θυμήθηκα το βιβλίο της δυνατής συγγραφέως και στάθηκα να απαθανατίσω με το κινητό μια σκηνή ως σημείωση των σκέψεων που έκανα κείνη την ώρα.
Ξάφνου, ένας αέρας ήρθε από
το πουθενά, βόρειος. Χύθηκε από την Πατριάρχου Ιωακείμ, αφού στροβιλίστηκε αναποφάσιστος αν θα πάει κατά τη Σβώλου, πίσω από το ιερό της Αγίας Σοφίας έλαβε οριστική
κατεύθυνση προς την Παύλου Μελά καθεύδοντας ορμητικός προς θάλασσα μεριά. «Τα πήρε
και τα σήκωσε» όλα. Με βρόντο σωριάστηκε μπροστά μου, αμέσως μετά το ψηφιακό μου κλικ, ο καθρέφτης,
ενώ, ο πίνακας άρχισε, ως τετράγωνος τροχός, να κατηφορίζει με φόρα μέχρι που τον σταμάτησε
γραπώνοντάς τον κάποιος που θα τον έτρωγε κατακέφαλα. Εγώ ασχολήθηκα με την
ανόρθωση του καθρέφτη. Χωρίς ζημιά επανήλθε στην προτεραία θέση του. Ο άλλος έφερε εκόμιζε, κρατώντας σαν πεσμένο χαρταετό στην αγκαλιά του, τον φτηνό πίνακα.
Φεύγοντας, σκεφτόμουν πως ίσως ένα βιβλίο που είχα, ηλιθιωδώς, αγνοήσει επί τριάντα συναπτά έτη και βρήκε προχτές τον καιρό του να διαβαστεί, το καταπληκτικό «Ηχομυθιστόρημα του καπετάν Άγρα» του σπουδαίου (και ίσως γι’ αυτό σιωπηλού από καιρό;) συγγραφέα Πάνου Θεοδωρίδη, ευθυνόταν για τον χαλασμό. Δεν έκανε τότε την πρέπουσα φασαρία, νά που την κάνει τώρα… Σαν να άκουγα αυτόν το λοξό καπετάν Άγρα που επινοεί ο Θεοδωρίδης να λέει στις τελευταίες γραμμές του βιβλίου:
«Διαβιβάστε σᾶς παρακαλῶ, ἐκεῖ πού πρέπει, πώς ὁ Ἄγρας καί στόν Ἄλλο Κόσμο, πάλι ἀπομονωμένος εἶναι, μόνος του. Αὐτοί πού τόν σνόμπαραν ἐν ζωῇ, τόν σνομπάρουν καί μετά θάνατον. Παρ’ ὅλα αὐτά, δέν παραπονιέμαι. Ἐγώ ξέρω γιατί πέθανα. Ἐσεῖς τό ξέρετε; Ἐσεῖς τί ξέρετε;»
ΥΓ. Πρόσεξα πως και τα δυο βιβλία, της Κακούρη (Εστία) και του Θεοδωρίδη (Κέδρος), τυπώθηκαν σε πολυτονικό όμως και τα δυο με οξείες. Οι βαρείες παραλείπονται…
Το ότι δεν χρησιμοποιούνταν οι βαρείες είναι η πρώτη ένδειξη ότι οι τόνοι δεν προσέφεραν πλέον σπουδαία υπηρεσία στην προφορά. Σωστά καταργήθηκε το πολυτονικό. Μας έμεινε μόνο το επιχείρημα για τις δασείες. Διαφωνώ μόνο με την κατάργηση του τελικού ν. Ειδικά πριν από αρσενικά ονόματα και ιδίως πριν από αρσενικά επίθετα δεν πρέπει να παραλείπεται, γιατί τότε το κείμενο μοιάζει σαν να το έγραψε αλλοδαπός, ο οποίος αγνοεί τα γένη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣυμφωνώ με τον προλαλήσαντα για τις δασείες ψιλές χοντρές κλπ. Με χτίκιασαν στο δημοτικό. Και δε με γλίτωσαν πολύ πολύ από το παχύ Λλ της Θεσσαλονικιώτικης προφοράς… ίσως.
ΑπάντησηΔιαγραφή….όπου έμοιαζε με μια παλιά ελαιογραφία του Γκογια
Ορθόν πλάι σε μακριά σπαθιά και σε στολές σκισμένες…
Καλό Πάσχα Ελληνικό🐣
Εμείς το φάγαμε τ αρνί της Λαμπρής
την Κυριακή που μας πέρασε…
Και ποιός δε μιλάει για τη Λαμπρή!
Καλό Πάσχα!
Η δασεία έχει την χρησιμότητά της για να ξέρουμε που το εκ γίνεται εξ αλλά, θα μου πεις και πάλι αυτός που δεν ξέρει πως να το προφέρει, η δασεία θα τον σώσει...
ΑπάντησηΔιαγραφή