Κυριακή 9 Απριλίου 2023

«Ἕ ν α ς ἀγέρας φυσᾶ τὰ στάχυα…»

 

 


[…] θυμοῦμαι χρόνια παιδικά· μὲ τὸ βιβλίο τ’ ἅγιο θὰ πηγαίνω τὴν Τετάρτη καὶ τὴν Παρασκευή στὴν ἐκκλησιά καὶ τὴ μεγάλη Ἑβδομάδα πρωΐ καὶ βράδυ, ὅλες τὶς μέρες ταχτικά, καὶ θὰ διαβάζω, ἐνῶ ψαίλνουν τὰ τροπάρια, καὶ θὰ διαβάζω, ἐνῶ διαβάζει τὸ Εὐαγγέλιο ὁ παπᾶς.

«Ἄχραντε Θετοτόκε Παρθένε, μόνη πανύμνητε, ἱκέτευε ἐκτενῶς εἰς τό σωθῆναι ἡμᾶς.»

     Καὶ ἤξερα τὸ τροπάριο τῆς Κασσιανῆς καὶ πὼς ὁ βασιλιᾶς τὸ ἀποτέλειωσε, ὅταν ἀπό τὸ φόβο της κρύφτηκε ἡ μοναχή.

«Ἐλέησόν με, ὁ Θεός ἐλέησόν με…»

     Καὶ ἤξερα τὸν ὕμνο τὸν Ἀκάθιστο καὶ πῶς μιὰ νύχτα ὅλη ἔμειναν ὄρθιοι οἱ Βυζαντινοί χαιρετίζοντας τὴν Παναγία, ποὺ τοὺς ἔσωσε ἀπό τοὺς βαρβάρους. […]

      Τὴ βδομάδα τῶν Παθῶν ζοῦσα τὴ ζωή τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀκούοντάς την ἀπό τὸ Εὐαγγέλιο καὶ νοιώθοντάς τηνα μέσ’ στὰ τροπάρια τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς.

      «Ψυχή μου, ψυχή μου, ἀνάστα, τί καθεύδεις; Τὸ τέλος ἐγγίζει καὶ μέλλεις θορυβεῖσθαι» […]

      Κοιμᾶται ἡ ψυχή; Ὄχι, μόνον ἄλλαξε. Κι ὅμως τὴ Σαρακοστή καὶ τὴ Μεγάλη ’βδομάδα ἀντιλαλεῖ βαθιά στὰ σωθικά μου παράξενους, πλούσιους καὶ περασμένους ἤχους καὶ ζωντανεύουν οἱ σπίθες μιὰ στιγμή καὶ σβήνονται.

      «Τὴν Πόλιν σου φύλαττε, Θεογενῆτορ Πάναγνε·[…]

[…] Τί ἥσυχοι ποὺ εἶναι! Τί συλλογίζονται αὐτοί γύρω μου; Στοχάστηκαν ποτέ πὼς βρίσκεται ἡ Πόλη αὐτή τῆς Παναγίας, ἡ πόλη πού παρακαλοῦν οἱ βυζαντινοί νά τοὺς τὴ φυλάξη ἡ Παναγία, πὼς βρίσκεται παρμένη ἀπό τοὺς ξένους; Κι ὅμως εἶναι ὅλοι τους συναγμένοι ἐδῶ. Δὲν ἀκοῦνε τάχα τί λέγουν τὰ τροπάρια; Ὄχι. Δέν ξέρουν τὴν ἔννοια τῆς Κασσιανῆς, δὲ γνωρίζουν τὸ βασιλιά τους. Τί σημαίνει γι’ αὐτούς ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος;  Κι ὅμως εἶναι ἐδῶ συναγμένοι, ἐπειδή συνάζονταν καὶ κεῖνοι οἱ Βυζαντινοί στὶς ἐκκλησιές. Κ’ έγώ ἦλθα ἐδῶ γιὰ τὸν ἴδιο λόγο. Καὶ εἶναι, σὰν τοὺς Βυζαντινούς Ἕλληνες καὶ αὐτοί, χωρίς νὰ ξέρουν τὴν ἱστορία τους, καὶ ζοῦν σὰν Ἕλληνες. Κ’ ἐγὼ εἶμαι Ἕλληνας· μὰ ἐγώ, ποὺ ἔχω κάποια γνώση τῆς ἱστορίας μου, εἶμαι καλύτερος ἀπ’αὐτούς; Τί διαφορετικό ἤ καλλίτερο ἀπ’αὐτούς κάνω; Πηγαίνω καὶ γώ στὴν ἐκκλησία, ὅπως πηγαίνουν κι αὐτοί. Πηγαίνομε στὴν ἴδια ἐκκλησία. Ἡ ἱστορία μας ὑπάρχει, κι ἄν δέν τὴν ξέρωμε. Ἡ τωρινή μας κατάσταση εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἱστορίας μας εἴτε τὴν ξέρομε εἴτε μή.

Ἄν τὴν ξέρωμε ὅμως, δὲ φτιάνομε ἄραγε μιὰ καινούργια δύναμη κοντά στίς ἄλλες ποὺ ἔχομε; Ἄς μείνωμε ἐδῶ συναγμένοι, ἀδελφωμένοι, κι ἄς μή ξέρωμε γιατί, κι ἄς ξέρη μόνον ἕνας τὸ λόγο ποὺ μᾶς συνάζει.

[...] Ἕ ν α ς   ἀγέρας φυσᾶ τὰ στάχυα καὶ κάνουν μετάνοιες. Σὰν τὰ κύματα τῶν χωριαφιῶν εἶναι τ’ἀνθρωποκύματα.

Ἕ ν α ς  ἀγέρας τὰ φυσᾶ, τὰ κατεβάζει, καὶ ξανασηκώνονται ἀφοῦ περάση. Ἀόρατος  ἀγέρας.

[...] Ἕνας ἀγέρας φυσᾶ τὰ στάχυα καί κάνουν μετάνοιες, μετάνοιες, μετάνοιες.

«Κύριε τῶν δυνάμεων, μεθ’ ἡμῶν γενοῦ […]

Ἥλιος τοῦ δειλινοῦ μᾶς μαλακώνει στὴν Ἐκκλησιά. Βαρειὰ καὶ πολύτιμη ὥρα. Ἀργοπορινό ψάλσιμο, ἥσυχο ἄλλαγμα τοῦ μέτρου καὶ τοῦ σκοποῦ καὶ τῆς φωνῆς, ξαναθύμισμα τῶν παλιῶν καιρῶν, τροπαριῶν ξαναείπωμα, ἐπανάληψη,  μονοτονία εἶναι θρησκευτικά καὶ εἶναι Βυζαντινά καὶ εἶναι τεχνικά καμώματα. Ἀκούραστη εἶναι ἡ κούρασή τους. Ἀκούραστη ἡ δύναμή τους στὴν ταπείνωση. Ἀκούραστη ἡ προσευχή κ’ ἡ δέηση.

 

[Ίωνος Δραγούμη, κεφ. Ε΄ Βυζαντινισμός, από «Το μονοπάτι» (1902). Επιλογή-επιμέλεια: Ν. Τσίγκας]

* Οι πίνακες Επιτάφιος (1893) και Προσευχή (1876) είναι του Θεόδωρου Ράλλη (1852-1909)

 

 

 

 


1 σχόλιο:

  1. Από τα ωραιότερά του-Νώντα, που γιορτάζεις αύριο, μας έκανες ένα ξεχωριστό δώρο σήμερα! Και μας πρόσφερες άλλη μία επιβεβαίωση της ιδιαίτερης συγκίνησης που προκαλεί η Μεγάλη Βδομάδα στα παιδιά!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή