Πέμπτη 6 Απριλίου 2023

Στις 17.00, 28 Μαρτίου 202...

 

 

 

                                                        SAŠA MARJANOVIĆ, [Ιδιωτ. συλλογή Ν.Τ]

 

Στεκόταν ακίνητη στο μισοσκόταδο. Ένα μικρό φως έφεγγε λίγο. Σαν τίποτα. Είχε τα χέρια σταυρωμένα και κοίταζε σιωπηλή. «Πως βρέθηκες εδώ;» όλο της έλεγα  ξαφνιασμένος τάχα. Ντροπή όμως με κυρίευε. Με κοίταζε αυστηρά κι όλο μίκραινε με τα χέρια της μπροστά την αγκαλιά της σα να 'δειχνε πως όφειλα να μείνω  μακριά. Ώσπου είπε: 

«Ξέχασες τη μέρα μου. Τρία χρόνια πέρασαν προχτές».

«Ξέρεις πως δεν θέλω να τη θυμούμαι. Αυτό με κάνει να ξεγελιέμαι πως είσαι ζωντανή».

Τότε η μορφή της σβήστηκε και μόνο ένας ίσκιος πήρε τη θέση της. Κι αυτός μου έλεγε:

«Ψεύτη. Ψεύτη. Λησμόνησες… Αυτό είναι όλο κι όλο!»

«Μα να! Για  δες εδώ… Ακόμα στο κινητό μου δεν σ’ έχω σβήσει από τις “επαφές μου”»…

«Υποκρισίες και υστερίες! Δεν είναι αγάπη αυτή!».

Και με μιας έπιασε να τραγουδά θλιμμένα και σαν σιγανή βροχή.

Όλες οι παπαρούνες —παπαρούνα μου

όλες οι παπαρούνες το Μάη ανθίσανε

—αμάν—

το Μάη ανθίσανε

κι εμένα οι δικές μου  —παπαρούνα μου—

Κι εμένα οι δικές μου

με παρατήσανε —αμάν—

με παρατήσανε…

Ύστερα είπε «Οι μήνες ή τα χρόνια δεν έχουν σημασία καμιά. Ήθελα ακόμα να με λογαριάζετε σαν απουσία από το παρόν σας».  

Απαρηγόρητος ίσκιος κι εγώ, στον ύπνο μου διάβαινα ένα ποτάμι όπου τα δάκρυα δεν έπιαναν χαρτωσιά.

 

 

 

 


 

3 σχόλια:

  1. Μπορεί να ξέχασες τη μέρα, ανθρώπινο είναι. Μα γενικά δεν ξεχνάς, είναι μέσα σου και το ξέρεις.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Μα δεν την ξεχνούν όσοι πολύ λίγο την γώρισαν, εσύ; Με εκείνο το τόσο λαμπερό, πάντα, χαμόγελο!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. μόλις άφησα τον ίσκιο της Αντίκλειας στην Α τάξη, για να βρω τον απαρηγόρητο ίσκιο του ζωντανού σε αυτό τον τόπο σου.
    την απόγνωση του Οδυσσέα για την απώλεια της Ακολουθίας της αφής για να βρω τη δική σου απόγνωση μπροστά στη λήθη που δεν είναι λήθη. Λήθαργος ίσως χειμερία νάρκη, να μη θυμάται κανείς.
    Είναι ποίημα όμως όλο κι ας μην παρηγορεί αυτό

    ΑπάντησηΔιαγραφή