Πέμπτη 20 Ιουνίου 2024

Μάθημα πρώτο της γραφής...

 

                                  O Μανώλης Ξεξάκης μιλά στην φετινή ΔΕΒΘ για τη βιογραφία του φίλου του Ηλία Πετρόπουλου

Όσους δεν έχουν ακουστά τον Μανώλη Ξεξάκη θερμά τούς συλλυπούμαι. Κι όσους δεν έχουν διαβάσει τη μικρή συλλογή «Πλόες Ερωτικοί» τούς οικτίρω:

Εγώ ο Μανώλης Ξεξάκης

καπετάνιος της αμφιβολίας για τα συμβαίνοντα στον κόσμο 

[…] έβλεπα απέναντι το σπιτάκι της λογικής σκοτεινιασμένο.

Κι όσους δεν γνωρίζουν τη  «Σονάτα των κομπολογιών» τούς λυπάμαι επίσης όπως και όσους δεν ξεφύλλισαν (έστω!)  ακόμα το, τελευταίο κατά τον ίδιο, τρίτομο έργο του «Το θέατρο της οικουμένης».

Χορηγία ευγενής του blog σήμερα, ένα μικρό απόσπασμα από τη «Σονάτα των κομπολογιών». Ο συγγραφέας ανακαλεί στη μνήμη του ένα εμπορικό πλοίο (το «Αλμπάνο») που προσάραξε στα αβαθή του Ρεθύμνου όταν ήταν παιδί. Ιδού λοιπόν: Ο αληθινός λογοτέχνης βλέπει «πλοίο» και γράφει «σκυλί». Μάθημα πρώτο της γραφής...

  […] Κατεβαίναμε τακτικά και βλέπαμε το «Αλμπάνο» στην παραλία. Έμεινε στη μνήμη μου ο μαύρος καπνός που έβγαινε συνεχώς και έγλειφε τα χείλη της τσιμινιέρας.

       Είχα την εντύπωση πως ήταν άρρωστο και πληγωμένο, πως το είχαν εξορίσει από τη ζωή, από την αέναη πλεύση τα κύματα, όπως ένα γέρικο σκυλί που κάποιοι γείτονες το τουφέκισαν και το έθαψαν τελετουργικά εκείνες τις μέρες στην αμμουδιά.

      Έβλεπα την τσιμινιέρα του «Αλμπάνο» να καπνίζει και σκεφτόμουν τα μάτια του μελλοθάνατου σκυλιού, που τα είδα γεμάτα δάκρυα, καθώς το οδηγούσαν μπροστά στον ανοικτό λάκκο, σκαμμένο στην υγρή άμμο, έτοιμο να πέσει κι αυτό στα αβαθή της μικρής λίμνης που σχημάτιζε στον πυθμένα το νερό, να βυθιστεί και να σκεπαστεί την ακινησία του τάφου.

       Ένιωσα πως για όλα υπάρχει ένα τέλος αναπόφευκτο, που άλλοτε στέλνει σινιάλα μαύρου καπνού στον απέραντο ουρανό και άλλοτε ποτίζει με δάκρυα το ήδη μουσκεμένο χώμα.

 

 

 

 

 

Τρίτη 18 Ιουνίου 2024

«από τον κόσμο που όλοι δεν μπορούμε να δούμε»

 



Ένα σχεδόν κόκκινο πλατανόφυλλο πάνω στο αγκαθερό σύρμα

Λαβωμένο, διάτρητο, συνεστραμμένο

Λες από οδύνη ή από την απουσία ζωής

Μοιάζει σαν δέρμα που το ξεντύθηκε κάποιος

Σαν σφαχτό ή σαν ρούχο αφημένο στο σύρμα του φράχτη

Πάρτε το όπως θέλετε

Εγώ σας λέω πως είναι

Μια ακόμα «δημιουργική» φωτογραφία

Που έρχεται από τον κόσμο που όλοι δεν μπορούμε να δούμε

και μου χάρισε ο Γρήγορης Πεχλιβάνος. Ποιητής της εικόνας

Ποιητής στη ζωή του. 

Τώρα και πάντα.

 


 

 

 

 

Σάββατο 15 Ιουνίου 2024

Η Ανδρονίκη Χρυσάφη για τον W. B. Yeats (και τη μετάφρασή μου)

 

@UP : ΠΕΡΙΟΔΙΚΉ ΈΚΔΟΣΗ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΊΟΥ ΠΑΤΡΏΝ

3η περίοδος, τεύχος 18, Μάιος-Ιούνιος 2024, σελ. 29-30

 

 


 

Ο Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέητς γεννήθηκε στο Δουβλίνο στις 13 Ιουνίου 1865 και πέθανε στη Γαλλία τον Ιανουάριο του 1939. Ο Άγγλος ποιητής Γ.Χ. Ώντεν τον αποχαιρέτησε με μια ποιητική σύνθεση σε τρία μέρη, γράφοντας: «Δέξου γη έναν ξένο ακριβό». Θεωρείται ως ο κορυφαίος Ιρλανδός ποιητής και μια από τις σπουδαιότερες μορφές της αγγλόφωνης λογοτεχνίας όλων των εποχών, ενώ το 1923 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ για το «υψηλόπνοο έργο του, έκφραση του πνεύματος ενός ολόκληρου έθνους». Το πολυσχιδές έργο του περιλαμβάνει, επίσης, θέατρο, πεζογραφία, κριτικές, δοκίμια, φιλοσοφία.

Γιατί να μεταφράσει κάποιος σήμερα 20 ποιήματα του Γέητς, ανθολογημένα από διάφορες ποιητικές συλλογές, γραμμένες σε ένα εύρος σχεδόν μισού αιώνα (1893-1939); Η απάντηση έρχεται μέσα από τη μικρή δίγλωσση ποιητική συλλογή που μετέφρασε και επιμελήθηκε ο ιατρός-νευρολόγος και συγγραφέας Νώντας Τσίγκας και κυκλοφόρησε μόλις από τις εκδόσεις «Χρονικό». Η συλλογή χρησιμοποιεί σαν τίτλο τον τελευταίο στίχο από το ποίημα «Αρμενίζοντας προς το Βυζάντιο»: Για ό,τι έχει παρέλθει ή διαβαίνει ή έρχεται. Η επιλογή αυτή από μόνη της μας προϊδεάζει, σιωπηλά, για το περιεχόμενο του βιβλίου.

Ο Γέητς, μέσα από το μεταφυσικό του όραμα και προσπαθώντας πάντα να συγκεράσει εντός του τον ορθολογισμό του ζωγράφου πατέρα του με τους λαϊκούς μύθους και τα ξωτικά της θρησκευόμενης μητέρας, περιέγραψε τον ιρλανδικό κόσμο αλλά και τη δική του υπαρξιακή πορεία αναζητώντας λέξεις, σύμβολα και εικόνες στον παλαιό αλλά και στον μέλλοντα κόσμο. Η συμβολή του στον τρόπο που η ίδια η Ιρλανδία διεκδίκησε τον εαυτόν της, η καθημερινή ζωή, η αισθητική ανάταση, η σχέση του ανθρώπου με τη φύση και η αγωνία του μπροστά στη φθορά, η ερωτική μέθεξη και η παραφροσύνη, η μυθολογία, ο θεοσοφισμός, η μεταφυσική και η απομάγευση της νεωτερικότητας αποτέλεσαν ψηφίδες ενός πολύμορφου έργου. Η συγκεκριμένη ανθολόγηση του Ν. Τσίγκα συλλαμβάνει σκηνές από την αγωνία ενός πλατυρρήμονα συγγραφέα να κατανοήσει την πολυμέρεια του κόσμου και, παράλληλα, περιγράφει την εξέλιξη της ποιητικής του ιδιοπροσωπίας. Αν και το μεγαλύτερομέρος από τα ποιήματα που έχουν επιλεγεί ανήκει στην ύστερη, ώριμη περίοδο του Γέητς (1929-1939, από τις συλλογές The Tower και Last Poems), το βιβλίο περιλαμβάνει και πρώιμα στιχουργήματα γραμμένα με προραφαηλιτικό ύφος, αφηγηματικά ποιήματα και μπαλάντες για τους αγώνες της γενέθλιας γης, αλλά και αναζητήσεις στην «καθαρή ποίηση».

Στο έργο του Γέητς, ως ποιητή που οδηγεί προς τον μοντερνισμό, συναντάμε την οικουμενικότητα μέσα από την εστίαση στο εντόπιο, στο απόλυτα ιρλανδικό και στην προσπάθεια για εθνική ανεξαρτησία και αυτοδιάθεση. Στην ελληνική γραμματεία έχει συγκριθεί μέχρι σήμερα με τον Καβάφη, τον Σικελιανό ή και τον Παλαμά, ενώ ταυτόχρονα έχουν επισημανθεί οι ιστορικές και πολιτιστικές ομοιότητες μεταξύ Ελλάδας και Ιρλανδίας. Θεωρώ ότι η συγκεκριμένη ενότητα ποιημάτων μας φανερώνει κοινές γραμμές και στιγμιότυπα στον τρόπο με τον οποίο οι δύο χώρες, στην Ανατολή και τη Δύση της Ευρώπης αντίστοιχα, αναζήτησαν την ταυτότητά τους στη μετανεξαρτησιακή τους πορεία και συνομίλησαν με τα εθνικά κινήματα στις αρχές του εικοστού αιώνα, παλεύοντας, τελικά, με τραυματικούς ακρωτηριασμούς που επηρεάζουν τη συγκρότησή τους μέχρι και σήμερα (Β. Ιρλανδία / Μικρασία). Η ανθρωπογεωγραφία («Το λιμνονήσι Ίννισφρι» ή οι φτωχοί του Κιλτάρταν), η προσπάθεια για εθνική ολοκλήρωση και η επιβολή μιας Μεγάλης Ιδέας («Πάσχα του 1916»), όπως και η άντληση χαρακτηριστικών από αρχέγονους μύθους ή τον δημώδη πολιτισμό («Λήδα και Κύκνος», «Αρμενίζοντας προς το
Βυζάντιο») δείχνουν να αποτελούν αόρατες κοινές συνιστώσες στους δύο λαούς, στις οποίες επιθυμούν να εστιάσουν οι επιλογές του μεταφραστή.

Ο Γέητς είναι ένας δύσκολος, στοχαστικός ποιητής και η σχέση του με τις ελληνικές μεταφράσεις δεν υπήρξε πάντα η καλύτερη δυνατή, γεγονός που αναπόφευκτα επηρέασε την πρόσληψη του ογκωδέστατου έργου του (θεατρικού, δοκιμιακού, φιλοσοφικού) στην εγχώρια γραμματεία. Και ο τωρινός μεταφραστής, ο οποίος είχε δημοσιεύσει παλαιότερα τα ίδια ποιήματα σε περιοδικά, στο τέλος του βιβλίου παραδέχεται ειλικρινώς: «Με τη ευκαιρία της έκδοσης αυτής διορθώθηκαν πολλά και σοβαρά μεταφραστικά σφάλματα που διέλαθαν κατά τις αρχικές δημοσιεύσεις». Η έκδοση, όμως, προτείνει έναν νέο ρυθμό ανάγνωσης, απαλλαγμένο από μεταφραστικές εμμονές του παρελθόντος (όπως ρίμες και μορφικές αντιστοιχίες), ο οποίος, συνδυάζοντας τους τόνους και τη μουσικότητα των στίχων με ένα προσεκτικά επιλεγμένο και απροσδόκητο, κάποιες στιγμές, λεξιλόγιο,
αναζητά το πνεύμα και τη μετρική του Γέητς και απελευθερώνει πτυχές της ποιητικής του, όπως οι μυστικιστικές τάσεις ή οι διακυμάνσεις της υπαρξιακής βαρυθυμίας του.

Η έκδοση είναι δίγλωσση (στις αριστερές σελίδες παρατίθεται το πρωτότυπο αγγλικό κείμενο), σε άψογη πολυτονική γραφή, που σέβεται τις τυπογραφικές και συντακτικές ιδιαιτερότητες του Ιρλανδού. Αυτό όμως που χαρακτηρίζει το μικρό βιβλιαράκι είναι η αισθητική της «παλαιάς τυπογραφίας». Το εξώφυλλο κοσμεί ένα κυκλικό κόσμημα με ορατούς και αόρατους συμβολισμούς του αριθμού «3», που αγκαλιάζει τη ράχη και καταλήγει στο οπισθόφυλλο, ενώ στο εσωτερικό μέρος από τα καλύμματα φιλοξενούνται δύο έγχρωμοι ζωγραφικοί πίνακες, οι οποίοι, μαζί με τα κείμενα στα «αυτιά» του βιβλίου, μας προσφέρουν κλειδιά κατανόησης για τα ποιήματα που επιλέχθηκαν.

 ΑΝΔΡΟΝΙΚΗ Π. ΧΡΥΣΑΦΗ
ΕΔΙΠ, ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ