Πριμαρόλι λεγόταν το πλοίο που φόρτωνε τον πρώτο καρπό της σταφιδικής σαιζόν για κάποιον από τους έξι - επτά λιμένες προορισμού. Tο πριμαρόλι του Λίβερπουλ, το πριμαρόλι του Λονδίνου... Tα φορτία αυτά έπιαναν τις καλύτερες τιμές επειδή, φθάνοντας, έβρισκαν την αγορά διψασμένη. O συναγωνισμός γινόταν στα πλαίσια που επέβαλλε ο σεβασμός για την ποιότητα του προϊόντος. Στην Πάτρα των σταφιδεμπόρων του 1890 εκτυλίσσεται το χειμαρρώδες μυθιστόρημα της Kακούρη, με φόντο τα τοπία, τα κτίρια και τις οικογένειες που χορεύουν και χρεωκοπούν, ενόσω η κρίση της σταφίδας έχει αρχίσει.[…]
(Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Απόσωσα προχτές τα Πριμαρόλια της Αθηνάς Κακούρη. Κάποιοι έχουν πει πως «το ελληνικό αστικό μυθιστόρημα δεν υπήρξε». Τότε τούτο δω τι είναι; Θα συμφωνήσω πως, εντάξει, αυτό είναι (και) ιστορικό μυθιστόρημα (και) αστυνομικό μαζί. Το καταχάρηκα. Δεν «μπάζει» από πουθενά, πειστικό και με πυρετικό τρόπο γραμμένο, τολμηρό συχνά και «απρεπές»-ασεβές (αυτή η μικρή σεϊτάν-λολίτα Φρόσω τι πλάσμα!). Σοβαρότατη ιστορική μελέτη της περιόδου της σταφιδικής κρίσης και της εποχής της κατάρρευσης του Τρικούπη με την άνοδο του Δηλιγιαννικού λαϊκισμού, με όλη την «τοπιογραφία» περιβαλλοντική, κοινωνική, πολιτική, ιδεολογική (παιδική εργασία, δικαιώματα της γυναίκας, κοινωνισμός κλπ.) της εποχής στην Πάτρα και την περιοχή γύρω από αυτήν. Τα ιδιώματα, ντόπια και επτανησιακά, οι συρμοί, η αναπαράσταση της κοσμοπολίτικης Πάτρας ολοζώντανα. Εικοσιπέντε σχεδόν χρόνια γραμμένο πριν το βιβλίο αυτό δεν ξέρω αν θα το είχα εκτιμήσει τόσο αν το είχα διαβάσει τότε…
Επειδή οι σελίδες του καταπίνονταν (ή και με κατάπιναν—όπως θέλετε πάρτε το) έπιασα να το διαβάζω με δόσεις. Τις δυο τελευταίες μέρες διάβασα 300 σελίδες. Αριστοτεχνική η γραφή (καθηλωτική) με έκανε να χαζεύω σαν να οραματίζομαι σε μερικές περιγραφές του ορίζοντα ή εντυπώσεις από περιπάτους σε κήπους ή σε περιβόλια στην ύπαιθρο χώρα γύρω από την Πάτρα την ώρα της Δύσεως συνήθως (η παρακμή και η «Δύση»;). Οσμές (ναι!) ιδεωδώς αισθησιακές ή και δυσάρεστες που ξυπνούν τη μνήμη, χρώματα, ήχοι, κίνηση, ενδυματολογικό ανακάτωμα, άλογα, άνθρωποι, τραίνα, πλοία που αναχωρούν, λεμβούχοι, βαστάζοι και ναυτικοί, χρηματιστές, έμποροι, τοκογλύφοι, δικηγόροι, συμβολαιογράφοι, καλοζωισμένοι άνθρωποι, θρησκόληπτοι, ανέγγιχτη αριστοκρατία από τη σκόνη του κόσμου, ταπεινοί και καταφρονημένοι, φτωχοί και πλούσιοι… Οι χαρακτήρες που παρελαύνουν όλοι τόσο βαθιά μελετημένοι. Από την κ. Μέλπω Παππά και την Έλλη μέχρι τον έφηβο Σωτήρη, ελπίδα του γένους, που φορτώνουμε στο αμπάρι με ψειρόσκονη και απολυμαντικά (τελετή κάθαρσης από την ελληνική μόλυνση…) και τον προβοδίζουμε για την Αμερική, τον θαυμάσιο τέκτονα Διονύση Μαρκέτο (πόσο μα πόσο υποδόρια περνά αυτή η σπουδαία συμβολή των ελευθεροτεκτόνων και το ιδεώδες τους—των αλλοτινών εννοώ και όχι των ουτιδανών των εσχάτων χρόνων με τις πομπές τους…), ο Δημήτριος, οι Άμβουργερ—και κατά συνέπειαν οι Ρουσσόπουλοι (λέγε ...βογατσιώτικη διασπορά με γενάρχη τον Αθανάσιο Ρουσσόπουλο τον αρχαιολόγο καθηγητή), ο αφελής δανειολήπτης Καρατζάκης, η δυστυχής Μαριόγγα, ο Κίμων και η σύζυγός του Καλλιόπη χήρα Σκούρκου, ο Δημήτρης, η Όλγα κλπ κλπ.
Από τους δυο «κακούς του μυθιστορήματος, τον Παντελή Σκούρκο (σημ. ο σκούρκος είναι βέβαια η άγρια μεγάλη δηλητηριώδης σφήκα που ενδημεί κυρίως την Πελοπόνησο) και την Άννα Ζίγκαλη, ψηφίζω μακράν για χειρότερη την δεύτερη. Ο Παντελής Σκούρκος τουλάχιστον, βδελυρός εν πάσει ειλικρινεία αφού δεν έκρυψε ποτέ την αντι-ανθρώπινή του φύση, «εκτελέστηκε» με φαλτσέτα από τον αναρχικό τσαγκάρη και σφραγίζοντας με τον τρόπο αυτόν την «κάθαρση». Αλλά την «κυρία» Άννα δεν την αξιώνει η συγγραφέας να δεχθεί το ψυχοσωτήριο πλήγμα της συντριβής μπροστά στα μάτια του αναγνώστη. Θα βασανίζεται ίσως αυτή εις το διηνεκές, αφού το κακό που τριγυρνάει ανάμεσά μας και δολοπλοκεί, ραδιουργεί και δίχως έλεος καταστρέφει, στη συνάντησή του με το καλό ηττάται. Όπως ηττήθηκε, εν σιωπή, και η εν λόγω «ηρωΐς» του βιβλίου…
Ώρες θα μπορούσα να μιλώ για το βιβλίο αυτό. Υπόδειγμα γραφής προς ...συγγραφείς. Για μένα όταν ένας συγγραφέας δεν καταφέρνει να σταθεί ως «δάσκαλος» συγγραφέων, να τον εντάξουν δηλαδή στα βιβλία που αγαπούν και ζηλεύουν, δεν είναι συγγραφέας!
Ἡ ταράτσα βρισκόταν πάνω ἀπὸ τὸν κῆπο κι ἀπὸ τὰ σκοτεινιασμένα του βάθη ἀνέβαιναν ἀρώματα, ποὺ τὰ παράσερνε καὶ τὰ παράλλαζε τὸ φιλοπερίεργο ἀεράκι, τρεμουλιάζοντας ἀνάμεσα στὶς καμέλιες, ἐξερευνώντας τὶς ἀνθισμένες νεραντζιές, τρυπώνοντας στὰ παρτέρια μὲ τὰ γιούλια. Πάνω σὲ ὅλα αὐτά —στὶς χαμηλές κουβέντες, τὸν χρυσοκέντητο οὐρανό, τήν ἀνασαμιά τῶν λουλουδιῶν, τή γαλήνια σιωπή καὶ τοὺς μικρούς θορύβους τῆς πόλης, τὸ χλιμίντρισμα ἑνός μισοκοιμισμένου ἀλόγου, κάποιο βέλασμα, τὸ ἀργό ἄψε σβῆσε, ἄψε σβῆσε τοῦ περιστρεφόμενου φάρου στὸ λιμάνι, τοὺς ἁρμονικούς ὄγκους τῶν ἀρχοντικῶν, τὸ περίγραμμα τοῦ Κάστρου καὶ τὴ μακρινή ἐλάχιστη μαρμαρυγή τῆς θάλασσας— πάνω τους σερνόταν τρυφερά ἡ μελωδία ἀπὸ τὸ σαλόνι, ἁπαλή καὶ στέρεα σὰν χέρι μάνας ποὺ χάιδευε τὴ νεογέννητη πολιτεία, καὶ τῆς ἔταζε πὼς οἱ συνοικεστῆρες της —Κρητικοί, Γερμανοί, Καλαβρυτινοί, Ἐγγλέζοι, Ἠπειρῶτες, Ἰρλανδοί, Σμυρνιοί, Τριεστίνοι, Ἑπτανήσιοι, —ὅλοι αὐτοί οἱ δραστήριοι καὶ ἀνοιχτόμυαλοι, ἔμποροι καί καλλιεργητές, ποὺ μετά τὴν Ἐπανάσταση εἶχαν συρρεύσει στὰ ἐρείπια τῆς Παλιᾶς Πάτρας, καὶ στόλιζαν τὴν καινούργια μὲ ἀπέριττα ἑλληνοπρεπή κτίρια, τὴν ἑτοίμαζαν γιὰ μιὰ ζωή δυναμικά ἀνοιχτή πρὸς τὴν εὐμάρεια καὶ τὴν καλλιτεχνία, μὲ προοπτικές ἰσάξιες τῆς Σμύρνης καὶ τῆς Μασσαλίας. Κοιμήσου καὶ παράγγειλαν στὴν Πόλη τὰ προικιά σου, στὴ Βενετιὰ τὰ λοῦσα σου καὶ τὰ διαμαντικά σου…
ΥΓ. Δεκαπέντε χρόνια πριν έγραφε, για το βιβλίο αυτό, η αείμνηστη —και τραγικά απούσα σήμερα— Μάρη Θεοδοσοπούλου στο «Βήμα» [ΚΛΙΚ ΕΔΩ]
Να λοιπόν που μετά το βιβλίο του Κιτροέφ που σχετίζεται με την Αλεξάνδρεια του πατέρα μου, μου βρήκες κι ένα που σχετίζεται με τη μάνα μου και την ΒΔ Πελοπόννησο Θα το πάρω που θάρθω και θάχω κάτι να διαβάζω το καλοκαίρι.
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα αναβιώσουν κι οι περιγραφές του παππού απ τη μάνα μου. Που μεγάλο πιάνονταν στους αστικούς κύκλους της Πάτρας στα προπολεμικά χρόνια και πήγαινε να δεί τη Μαρίκα στα θεατρικά της.