Κυριακή 23 Ιουλίου 2023

Κάποτε, στο λιμάνι της Καλαμάτας, μια τρελοπαρέα…

 


 


Πρόστιμα επέβαλε το Λιμεναρχείο Ρόδου στο beach bar στην Αγία Μαρίνα, κατά του οποίου ξέσπασε σάλος μετά το βίντεο που κυκλοφόρησε στα social media και δείχνει έναν σερβιτόρο να σερβίρει παραγγελία σχεδόν κολυμπώντας, αφού το νερό της θάλασσας φτάνει μέχρι το στήθος του. Ο σερβιτόρος φαίνεται να κρατάει έναν δίσκο με φαγητά και να μπαίνει σχεδόν ολόκληρος μέσα στη θάλασσα για να εξυπηρετήσει πελάτες που κάθονται ή είναι ξαπλωμένοι στις πλατφόρμες του beach bar της Ρόδου.

Οι έφημερίδες

 

Δεν ξέρω αν ό Θεός έκαψε τη Ρόδο για το ζήτημα αυτό, που παραπέμπει σε εργασιακό Μεσαίωνα. (Διόλου δεν αποκλείεται). Προφανώς και αποτελούσε τακτική του καταστήματος το  να σερβίρονται οι μακαρίως ευωχούμενοι πελάτες του, ξαπλωμένοι σε πλωτές εξέδρες και υπό την σκιάν αλεξηλίων-αλεξιβροχίων υπερυψωμένοι πάνω από τα νερά της παραλίας. Κατά την ταπεινή μου γνώμη βέβαια, όταν συμβαίνουν τέτοιου είδους «παρεκτροπές» στις μέρες μας, χρήσιμο θα ήταν να τιμωρούνται όχι μόνον ο παραβάτης καταστηματάρχης αλλά και όσοι απολαμβάνουν αυτές τις υπηρεσίες (άσχετα αν τις έχουν πληρώσει ακριβά ή φτηνά).

Ωστόσο, το παρακάτω απόσπασμα από τη Μάνη του Π. Λ.  Φέρμορ, στη μετάφραση του Τζανή Τζαννετάκη, μιλά για την Καλαμάτα της δεκαετίας του ΄50 και την παρέα των «τρελών» Εγγλέζων που αποφασίζουν να συνεχίσουν το γεύμα τους και το άγριο πιοτί τους, ντάλα μεσημέρι κατακαλόκαιρο, μέσα στα νερά του λιμανιού. Άλλος νόμος και άλλη ανάγκη διέπει το διασκεδαστικό και αρκούντως δροσιστικό απόσπασμα από το βιβλίο. Εξάλλου, οι πελάτες εδώ, μπαίνουν οι ίδιοι στο νερό όπου μέχρι και τα ψημένα ψάρια τους βούτηξαν κι εκείνα για λίγο. Ελπίζω να σας χαρίσει λίγη δρόσο στον ανηλεή καύσωνα και τις αποκαρδιωτικές εικόνες  με τους εθιμικούς εμπρησμούς και τις πυρκαγιές του Ελληνικού θέρους.

(Όμως γιατί σχεδόν είμαι βέβαιος πως κάποιους θα τους πέσει κομμάτι βαριά η «απόκλισή» του από τη τρέχουσα πολιτική ορθότητα;)

 

 

                                      κεραμική τέχνη /Καρδαμύλη

 

Λίγο ἀργότερα, μὲ τὴ σκέψη τοῦ ψαριοῦ ποὺ ψηνότανε στὰ κὰρβουνα, ὁ νοῦς μας πλανήθηκε πίσω στὴν Καλαμάτα (κρυμμένη τὼρα στὸ λαμπερό μοιχό τοῦ κόλπου) μερικὰ χρόνια πρὶν.

         Ἦταν μεσοκαλόκαιρο σ’ ἐκείνη τὴ λαμπερή ἄσπρη πολιτεία κ’ ἡ ζέστη ἦταν ἐκρηκτική. Γιόρταζαν κάποια γιορτήμπορεῖ νὰ ἦταν ἡ γιορτή τοῦ Ἅη Γιάννη τοῦ Βαφτιστῆ, ποὺ δηλώνει τὸ θερινὸ ἡλιοστάσιο καὶ ἡ προκυμαία ἦταν γεμάτη κόσμο ποὺ εἶχε ξεχυθεῖ καὶ πανηγύριζε. Ἡ ψυχική διάθεση μιᾶς ἀργίας κ’ ἡ τρέλα ἑνός ζεστοῦ κύματος πλανιόταν στὸν ἀέρα. Τὸ πέτρινο πλακόστωτο στὴν ἀκροθαλασσιά ὅπου καθόμασταν γιὰ νὰ φᾶμε τὸ βρὰδι, ἡ Ἰωάννα, ὁ Ζάν Φίλντινγκ κι ἐγώ ἐκσφενδόνιζε τὴ ζέστη σὰ μιὰ κατσαρόλα μὲ ἀνασηκωμένο τὸ καπάκι.   

Μὲ μιὰ ξαφνική, σιωπηλή, ἀπόφαση προχωρήσαμε ντυμένοι στὴ θάλασσα φέρνοντας τὸ σιδερένιο τραπέζι κ’ ὕστερα τὶς τρεῖς καρέκλες μερικά μέτρα πιὸ μέσα. Καθήσαμε, μέχρι τὴ μέση μας στὸ δροσερό νερό, γύρω ἀπὸ τὸ ὀμορφοστρωμένο τραπέζι, ποὺ φαινόταν μαγικά ὑψωμένο λίγους πὸντους πὰνω ἀπ’ τὸ νερό. Τὸ γκαρσόνι, ὅταν ἦρθε σὲ λίγο, εἶδε ξαφνιασμένο μιὰν ἄδεια θέση στὴν προκυμαία· μετὰ, βλέποντὰς μας, μ’ἕνα γρήγορο ψεύτικο σβησμένο χαμόγελο, περπάτησε αδίσταχτα στὴ θάλασσα. Προχώρησε, μέχρι τὴ μέση του στὸ νερό, μὲ τὴ σοβαρότητα ἑνός γνήσιου μπάτλερ, δίχως νὰ πεῖ τὶποτ’ ἄλλο ἐκτός ἀπό τὸ «Καλή ὄρεξη» καὶ ἔβαλε τὸ φαΐ μπροστά μας—τρεῖς θαυμάσιους κέφαλους στὴ σχάρα ποὺ ἄχνιζαν, μὲ τὰ λαμπερὰ χρυσοκάστανα λέπια τους. Γιὰ ν’  ἀπολαύσουμε ἀπόλυτα τὴ θαλασσινή τους γεύση, τοὺς βουτήξαμε γιὰ λίγο στὴ θάλασσα, πιὰνοντάς τους ἀπό τὴν οὐρά… Οἱ διπλανοί μας, ποὺ διασκέδαζαν μὲ τὸ θέαμα, μᾶς ἔστειλαν κατοσταράκια καὶ μισές μὲ ρετσίνα. Σὲ λίγο τὸ τραπέζι μας γέμισε. Μιὰ ντουζίνα βάρκες μαζεύτηκαν γύρω ἀπ’ τὸ τραπέζι μας, ἕνας στολίσκος ποὺ ἔμοιαζε μὲ τὰ πέταλα μιᾶς μαργαρίτας. Μὲσα ἀπ’ τὶς βάρκες, ποὺ λικνίζονταν ἐλαφρά, οἱ ψαράδες μᾶς βοηθήσανε κάπως νὰ βγοῦμε ἀπ’ αὐτὴ τὴν ξαφνική κρασοπλημμύρα. Τὴν ὥρα ποὺ τὸ φεγγάρι ἀνέτειλε, πάνω ἀπ’ αὐτό τὸ παράξενο συμπόσιο, πρὸβαλλε ἕνα μαντολίνο, καὶ μάγκικα τραγοὺδια ποὺ ὑμνούσανε τό χασίς ὑψωθήκανε μὲς στὴ λιπόθυμη νύχτα:

Ὅταν καπνίζει ὁ λουλάς

τραγουδοῦσαν οἱ ψαράδες κλαψιάρικα,

ἐσύ δὲν πρέπει νὰ μιλᾶς

Κοίταξε τριγύρω οἱ μάγκες

κάνουν ὅ-, κάνουν ὅλοι τουμπεκί.

 

 

* Η φωτογραφία με το ψάρι στο ανθοδοχείο από την οικία των Φέρμορ.






 

7 σχόλια:

  1. Είσαι απίστευτος! Καταπληκτικό απόσπασμα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Πολύ επίκαιρο κείμενο πράγματι. Συγχαρητήρια για την επιλογή και ενημέρωση.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Τι ζήλεψες τι τα ‘θελες τα ένδοξα Παρίσια
    Έτσι κι αλλιώς ο κόσμος πια παντού είναι τεκές
    Διεκδικούσες θαύματα που δίνουν τα χασίσια
    Και παραισθήσεις όσων ζουν μέσα στις φυλακές

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ποιον και τί να εννοούσε άραγε ο μακαρίτης ο Μ. Ελευθερίου
      (που εδώ θυμίζει Σουρή ή Μαλακάση...)

      Διαγραφή
  4. Περι Φερμορ:

    «Πιστεύω ότι οι Έλληνες έχουν πολύ εντονότερη επίγνωση, απ’ ό,τι οι Δυτικοευρωπαίοι, της ρευστότητας των γεγονότων και της αστάθειας των ανθρώπινων πραγμάτων»


    «Ο «Έλληνας» είναι η δόξα της Αρχαίας Ελλάδας• ο «Ρωμιός» είναι τα μεγαλεία και οι καημοί του Βυζαντίου, πάνω απ’ όλα οι καημοί.»


    https://www.protothema.gr/life-style/article/1395178/maria-sarapova-pernaei-to-kalokairi-tis-stin-peloponniso-deite-fotografies/

    D.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. https://www.andro.gr/empneusi/patrick-leigh-fermor-roumeli-book/

      Διαγραφή
    2. Μέρα με τη μέρα, δυστυχώς, διαπιστώνω ότι οι καινούργιες μεταφράσεις του έργου του Φέρμορ "πάσχουν". Έχουν στραμπουληγμένα και στριφνά ελληνικά.

      Διαγραφή