Παρασκευή 31 Μαΐου 2024

Έρημη, άγονη, ρημαγμένη, χέρσα

 

 


Δύσκολο το έργο της μετάφρασης. Της ποίησης ιδίως. Κοιτάζω τα ονόματα εγκυρότατων ζώντων και τεθνεώτων ανθρώπων των γραμμάτων μας στη θέση του μεταφραστή: Γ. Σεφέρης, Κλείτος Κύρου, Χάρης Βλαβιανός, Συμεών Σταμπουλού…

Το εμβληματικό The Waste Land  του Τ.S. Eliot γίνεται:  Έρημη Χώρα, Ρημαγμένη Γη, Έρημη Γη, Άγονη Γη από τον καθένα αντίστοιχα. Ο καθείς θα έχει προφανώς και τα επιχειρήματα και τα δίκια του. (Κάποιος θα μπορούσε να έχει προσθέσει και το «Χέρσα Γη» στην ελληνική απόδοση και δεν θα διέπραττε κάποιο σφάλμα).  Σε δυο μόνο λέξεις τέτοια «διχογνωμία». Στο υπόλοιπο σώμα του έργου τι θα ’χει γίνει άραγε;

Και άραγε μεταφράζονται ποτέ τα ποιήματα χωρίς να γίνονται «άλλα» και κάποτε αγνώριστα;  Και είναι λόγος μια κακή μετάφραση ενός ποιήματος για να πάει ο …δράστης στην κόλαση «συστημένος»;

Τέτοια σκέφτομαι αυτές τις μέρες. (Και καταλαβαίνετε γιατί, οι φίλοι…).

 

 

 

 

Τετάρτη 29 Μαΐου 2024

29 Μαΐου 2024

 

                                                           Αγιά Σοφιά, 2009 (φωτ. Ν.Τ.)

«Έτσι υπηρετήσαμε πάντα στην πόλη αυτή. Έτσι λυτρώσαμε την Αγία Σοφία από τα δεσμά της και την ανοίξαμε για προσευχή σύμφωνα πάντα με τη διαθήκη του Μωάμεθ του Πορθητή». Έλεγε πριν λίγο στη συνοδεία του. Δεν μπήκε με άλογο. Δεν σπάθισε το μάρμαρο. Δεν ανέβηκε σε τούμπα πτωμάτων. Κουστουμάτος και γέρων όμως εμμονικά αποφασισμένος… 

       Ανασήκωσε τη  λινάτσα που σκέπαζε το ψηφιδωτό και κοίταξε από κάτω. Ούτε λύπη ούτε χαρά. Αλλά με ένα ήσυχα αυστηρό βλέμμα ο Χριστός τον κοίταζε ενώ συνέχισε να μουρμουρίζει εδάφια από την Επί του Όρους Ομιλία. Κείνη την ώρα «Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι» έλεγε.

       Ξανάριξε το χράμι πάνω στο ψηφιδωτό ο Ερντογάνης και απομακρύνθηκε να συνεχίσει την προσευχή του στο «Τζαμί» αργοπατώντας αθόρυβα πάνω στην απλωμένη στο πλακόστρωτο, σαν μούχλα αδυσώπητη, πράσινη μοκέτα… 

 

 

 

Δευτέρα 27 Μαΐου 2024

Μοναχικό Τάγμα

 

 


Μαύρες σαν έβενος… Τις είδα στον περίβολο της Μητρόπολης σήμερα το απόγευμα να κάθονται ήσυχες. Πρόσεξα πως ήταν αρκούντως πεπαχυμένες και με τρίχωμα λουστρίνι. Ασφαλώς κάποιοι θα τις φροντίζουν και με το παραπάνω μάλιστα.   

Οι δυο με κοίταζαν επίμονα αλλά η τρίτη αδιαφόρησε -με καταπληκτική συνέπεια- ώσπου να σηκωθώ να φύγω. Θυμήθηκα τους στίχους του Ελύτη από «Το «Μονόγραμμα»:

[…]  η γάτα που μας κοίταξε μέσα στα σκοτεινά

Παιδί με το λιβάνι και με τον κόκκινο σταυρό

Την ώρα που βραδιάζει στων βράχων το απλησίαστο

Πενθώ το ρούχο που άγγιξα και μου ήρθε ο κόσμος.

Σε κάποιο μοναχικό Τάγμα του λαού των γάτων θα ανήκει η ομήγυρις. Σιωπηλές, αθέατες ιερουργούν στο άβατο της νύχτας. Σε ερωτικές ολονυχτίες, σε εφημερίες αφοσίωσης σ’ ένα σκοπό, σε αιμάτινες νίκες, σε σπαρακτικές ήττες, σε θριάμβους ηδονικούς. 

Αλλά εμείς δεν διακρίνουμε τίποτα. Γιατί αυτές είναι ντυμένες το μαύρο. (Λες κι έχουν φορεθεί τη σκοτεινιά του κόσμου σαν βάρος και αμάρτημα...)

Kι ενώ όλα μοιάζουν να διαδραματίζονται εκεί έξω, συμβαίνουν εντός.