Το παρακάτω ανήκει στο πασχαλινό διήγημα «Αβγό από παγόνι» του Γιώργου Σκαμπαρδώνη που δημοσιεύτηκε στα «Νέα» του Μ. Σαββάτου. Διάλεξα να αναδημοσιεύσω το αριστουργηματικό απόσπασμα, με το ξεδίπλωμα των φτερών του παγονιού, από έναν συγγραφέα που ανήκει στους μείζονες σύγχρονους Έλληνες διηγηματογράφους, πρώτον γιατί το ζήλεψα (θανασίμως!) και δεύτερον για να ευχηθώ με τον τρόπο αυτό σε όλους τους φίλους και συγγενείς μου που γιορτάζουν σήμερα (μαζί βέβαια και στον συγγραφέα του διηγήματος):
Τον «μικρό» μου γιό Γιώργο, τον αδελφό μου Γιώργο Σπάνια, τα πρωτοξαδέρφια μου Γιώργο Τζήλλα και Γιώργο Ραχιώτη, τον μπατζανάκη μου Γιώργο Καλαϊτζάκη, τον πολυαγαπητό φίλο παιδαγωγό και συγγραφέα Γιώργο Παπασυμεών, τον αγαπημένο φίλο, γλυκύτατο άνθρωπο και συγγραφέα Γιώργο Γκόζη, την αγαπημένη μας φίλη Γεωργία Κότογλου σύζυγο και ...συμπολεμίστρια του Ισίδωρου, τον εξαιρετικό Γιώργο Χατζηκυπραίο έξυπνο και καλλιεργημένο άνθρωπο από τους λίγους, τον αειθαλή Γιώργο Λογοθέτη με τη σπουδαία διαδρομή της ζωής του, τον μαχητή, μελίχιο και υπομονετικό Γιώργο Αποστολάκη.
Eδώ μπροστά, στον μεγάλο, ανοιχτό κήπο προσγειώνονται συχνά πέρδικες, σπουργίτια, μαυροπούλια, μια σουσουράδα με κιτρινόχρυση ουρά, περνούν ζεύγη δεκοχτούρες, ένας κοκκινολαίμης που έρχεται και χάνεται – είναι λογικό γιατί αυτό το σπίτι του λογιστή Σίμου Βαμπά βρίσκεται στην πλαγιά του βουνού. Σπανίως κάθονται, για λίγο, περαστικά περιστέρια. Όμως, σήμερα, πρωί Μεγάλης Τρίτης, συνέβη το πιο αναπάντεχο. Ο Σίμος που είναι πενηντάρης, εσωστρεφής, τον ταλαιπωρούν ρευματικά και δεν βγαίνει συχνά απ' το σπίτι, ακούει το πλατάγισμα μεγάλων φτερών, ενώ έκανε κάτι λογαριασμούς μέσα στο γραφείο, και βλέπει να προσγειώνεται βαριά, στο κέντρο του κήπου, ένα παγόνι. Σηκώνεται αργά, μουδιασμένος, απορημένος, πλησιάζει πλάγια στο μισάνοιχτο τζάμι και αρχίζει να παρατηρεί κρυφά το παγόνι που είναι προφανώς αρσενικό, με αστραφτερό, παθολογικό πρασινομπλέ στον λαιμό και στο στήθος. Φαντάζει μεγαλοπρεπές, με έξοχο λοφίο, μαύρο στην κοιλιά και τεράστια πρασινωπή ουρά που την κρατάει κλειστή. Στέκεται, ελέγχει τριγύρω, και μετά τσιμπολογάει κάτι κάτω, στο γρασίδι. Πρέπει να ήρθε από κάπου κοντά, ίσως απ' τη φάρμα εκτροφής που υπάρχει εδώ παραπάνω, δίπλα στο φράγμα της Θέρμης, γιατί τα παγόνια δεν μπορούν να πετάξουν περισσότερο από εκατόν πενήντα μέτρα - ίσως όμως να δραπέτευσε κι από κανέναν κοντινό, ιδιωτικό κήπο.
Έχει πολλά χρόνια να δει παγόνι από κοντά ο Σίμος, κι αίφνης, κοιτώντας το, ξεθάβεται εντός του εκείνη η ξεχασμένη, παλιά ιστορία, απ' τη δεκαετία του εξήντα, όταν έμενε στην Πάνω Πόλη, κοντά στη Μονή Βλατάδων, επί ενδόξου ηγουμενίας Παγκρατίου του Ιβηρίτη – μόναζε προηγουμένως στη Μονή Ιβήρων του Άθω. […]
Ο Σίμος κοκαλώνει. Εκείνο κάνει ένα δυο βήματα προς αυτόν, στέκει επιδεικτικά, φουσκώνει κι αρχίζει να ξεδιπλώνει προς τα άνω, να ανασταίνει κλιμακωτά την παραδείσια ουρά του. Την ανοίγει αργά, με αυτοπεποίθηση, σαν δαντελωτή βεντάλια, ένα πτυχωτό, ημικυκλικό φωτοστέφανο με το μήκος του να φτάνει ακτινωτά στα δύο μέτρα. Τα φτερά είναι πηδαλιώδη, σμαραγδοπράσινα μπλε του μαλαχίτη, μαύρα με στίγματα κίτρινης σανδαράχης (μεταξύ χρυσού και πορτοκαλί) και με οφθαλμοειδή σχέδια, μάτια - χαλκομανίες, που φαίνονται και χάνονται σαν υδατόσημα. Γιατί το πτέρωμά του δεν είναι χρωσμένο από χρωστικές ουσίες, αλλά έχει διπλές, δυσδιάστατες κρυσταλλικές δομές που προκαλούν διαφορετικές, αντανακλάσεις αποχρώσεων, ανάλογα με τη γωνία που πέφτει το φως ή το βλέμμα. Ιριδίζουν παράφορα με διακυμάνσεις και σε διαρκείς, φωτοβόλες μεταβλητές. Στέκει, έτσι, το παγόνι ακίνητο και υπερυψούται, βασιλικό, εστεμμένο, αυτοϋπερούσιο, με υπερχείλιση χρωμάτων σε πλήρη δόξα. Μετά αυξομειώνει ανεπαίσθητα το άνοιγμα των φτερών της ουράς του, προκαλώντας πολύ ελαφρές δονήσεις που ακούγονται σαν απαλό θρόισμα χορταριού στο ελάχιστο αεράκι [...]
Να τους χαίρεσαι, Δάσκαλε!
ΑπάντησηΔιαγραφήΤα είπες όλα στον υπερθετικό όπως πάντα !!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή