Τετάρτη 25 Σεπτεμβρίου 2024

Ίων Δραγούμης: «πρέπει νὰ εἶνε ἡ ὑποχρεωτική διδασκαλία τῆς Ἀλβανικῆς εἰς τὰ σχολεῖα μας»

 

Μια συνέντευξή του από το Μοναστήρι (1903)

 

                                                         Το κτίριο του Προξενείου Μοναστηρίου (Αρχείο ΑΣΚΣΑ)

 

Το παρακάτω κείμενο-συνέντευξη του δημοσιογράφου Ευστράτιου Ι. Ευστρατιάδη (1872-1953) περιλαμβάνεται στον τόμο Μακεδονία-Η πρώτη περιοδεία Έλληνος Δημοσιογράφου-Δημοσιευθείσα εις το «ΣΚΡΙΠ», Αθήνα 1903. [ολόκληρο το βιβλίο ΕΔΩ]. Ο Ευστρ. Ευστρατιάδης ήταν αδελφός του  Γρηγόρη Ευστρατιάδη Δ/ντη του ΣΚΡΙΠ μαζί με τους Ζαχ. Παπαντωνίου και Δημ. Χατζόπουλο.

Σχετικά με το κείμενο, που δημοσιοποιείται μεταγραμμένο εδώ,  σημειώνω τα εξής:

  Η (παραδοξολογική;) αποστροφή του Δραγούμη σχετικά με την αλβανική γλώσσα δέον να εκληφθεί ως προάσπιση και αντίπαλον δέος απέναντι στην βουλγαρική διείσδυση που επιβουλεύεται την ύπαρξη όλων των εθνοτήτων που, κατά την περίοδο αυτή, ζουν στη Μακεδονία (Οθωμανοί, Έλληνες, ελληνόφωνοι, Βούλγαροι-Εξαρχικοι ή βουλγαρίζοντες, βουλγαρόφωνοι, αρβανίτες, Βλάχοι ελληνόφωνοι ή ρουμανίζοντες, Εβραίοι  κλπ).

Η επίσκεψη του δημοσιογράφου στο Μοναστήρι πρέπει να έχει γίνει περί τον Ιανουάριο-Φεβρουάριο του 1903. Ο Δραγούμης έχει τοποθετηθεί στο Μοναστήρι τον Νοέμβριο του 1902. Ο Κιουζέ Πεζάς είναι ο πρόξενος με τον οποίο συνεργάστηκε αρμονικότερα ο Ι.Δ. εκεί.

Οι απόψεις του Δραγούμη (ευθέως απορριπτικές και καθησυχαστικές) σχετικά με εξυφαινόμενο κίνημα των Εξαρχικών στη Μακεδονία δεν προκύπτουν από αφέλεια, κακή πληροφόρηση ή άγνοια σχετικά με τις περιστάσεις αλλά μάλλον αποτελεί μνημείο ενός κατά συνθήκην ψεύδους... Η «Άμυνα» που ο ίδιος ιδρύει  τον Μάρτιο του 1903 στέκεται απέναντι σ' αυτόν τον κίνδυνο. Η εξέγερση («του  Ίλιντεν») θα εκδηλωθεί το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς.

Ο κ. Αγοραστός, ὁ συμπαθέστατος εἰς τὴν κοινότητα καὶ θερμότατος ὑπάλληλος του προξενείου είναι ο Αγοραστός Βασίλειος [Λασκαρίδης] (1864-1925).


   

ΤΙ ΛΕΓΕΙ Ο ΕΛΛΗΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΣ


Συνέντευξις μετὰ τοῦ κ. Δραγούμη. —Τὸ Ἑλληνικὸν Προξενεῖον —Ἓν ἐθνικὸν καύχημα.— Σπουδαιόταται ἀνακοινώσεις.

 


Καίτοι ἐγνώριζον ὅτι ἀπουσίαζον ἐκ Μοναστηρίου εἰς περιοδείαν ὁ Ἕλλην Πρόξενος κ. Κιοζές Πεζᾶς μετὰ τοῦ Γραμματέως κ. Δραγούμη, ἐν τούτοις δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ ἐγκαταλείψω τὴν πόλιν χωρὶς νὰ ἐπισκεφθῶ τὸ Ἑλληνικὸν Προξενεῖον. Ἦτο καὶ ἐξ ἄλλης ἀπόψεως ἀπαραίτητον νὰ ἰδῶ αὐτὸ τὸ κτίριον. Καὶ ἂν ἀκόμη ἦτο ἔρημον ἀνθρώπων, εἶχα τὸ ἁπλοῦν καθῆκον περιηγητοῦ νὰ ἐπισκεφθῶ τὸ ὡραιότερον σπῆτι τῆς πόλεως, τὸ ὁποῖον ἡ ἐθνικὴ ὑπερηφάνεια καὶ ἡ καλαισθησία τοῦ διακεκριμμένου ὁμογενοῦς ἰατροῦ κ. Ματσάλη ἀνήγειρεν ὡς μεγαλοπρεπέστατον ἑλληνικὸν καύχημα.

Βασιλεύει μὲ τὸ χρύσινον χρῶμα του, μὲ τὸ ὑπερήφανον ἀέτωμά του, τὸ ὁμοιάζον μὲ στέμμα, μὲ τὸν πελώριον κυανόλευκον κοντὸν τῆς σημαίας, τὸν ὁμοιάζοντα μὲ σκῆπτρον, ἐν μέσῳ τῶν βαρβάρων καὶ ταπεινῶν οἰκοδομῶν τῶν διαφόρων εθνικοτήτων, αἱ ὁποῖαι τὸ περιστοιχίζουν.
Ὁ καβάσης μὲ τὴν σοβαρὰν βαθύχρουν ἀλβανικὴν ἐνδυμασίαν του, ὁ ὡραιότερος μετὰ τὸν κατάχρυσον καβάσην τοῦ Ἀγγλικοῦ προξενείου, λόγῳ πολυτελείας, κάθηται ἐξαπλωμένος εἰς τὴν εἴσοδον, μὲ τὸ ἕνα σαλβάρι ἐπάνω εἰς τὸ ἄλλο, καὶ μὲ πληροφορεῖ ὅτι μόνον ὁ κ. Δραγούμης ἐπέστρεψεν ἀπὸ τὴν περιοδείαν καὶ ὅτι ἦτο μέσα.

Εἰς τὸν διάδρομον, ὁ κ. Αγοραστός, ὁ συμπαθέστατος εἰς τὴν κοινότητα καὶ θερμότατος ὑπάλληλος του προξενείου, προσπαθεῖ νὰ μεταπείσῃ μὲ ἄσβεστον γέλωτα ἕνα χωρικὸν τοῦ Ρακόβου, ὅστις ἦλθε νὰ παραπονεθῇ... κατὰ τῶν μεταρρυθμίσεων.

«Νὰ πληρώσουνε κι’ αὐτοὶ γιατὶ ἐμεῖς πληρώσαμε;» Ἔλεγε μὲ χωρικόν πεῖσμα εἰς διεφθαρμένην ἐλληνικὴν ὁ βουλγαρόφωνος.

Ἐπρόκειτο περὶ τῆς τροποποιήσεως τοῦ στρατιωτικοῦ φόρου, ὁ ὁποῖος ἕως τώρα ἐπληρώνετο ἅμα τῇ γεννήσει τοῦ ἄρρενος, ἐν ᾧ μετὰ τὰς μεταρρυθμίσεις θὰ πληρώνεται ἀπὸ τοῦ 16ου ἔτους. Καὶ ὁ ἀφελὴς χωρικὸς εἶχεν υἱὸν πενταετῆ, διὰ τὸν ὁποῖον εἶχε καταβάλει τὸν φόρον του. Καὶ ἤθελε νὰ ἐκδικηθῇ τοὺς ἀπαλλαχθέντας νομίζων ὅτι τὸ νέον μέτρον προήρχετο ἐκ τῆς τουρκικῆς Διοικήσεως.Ἐπὶ τέλους ἐδέησε νὰ προσθέσω καὶ τὴν ἰδικήν μου πειθὼ καὶ τὸν ἰδικόν μου γέλωτα διὰ νὰ βεβαιώσω τὸν καλὸν ἀνθρωπάκον μὲ τὰ ἄσπρα μάλλινα τουσλούκια καὶ μὲ τὰ κατασκονισμένα γουρουνοτσάρουχα, ὅτι διὰ νὰ πεισθῇ ὅτι τοῦ λέγομεν ἀλήθεια δὲν ἔχει νὰ κάμῃ ἄλλο παρὰ νὰ σπεύσῃ ν’ αποκτήσῃ καὶ δεύτερον υἱὸν καὶ θὰ ἰδῇ ὅτι δι’ αὐτὸν δὲν θὰ πληρώσῃ.

Εἰς τὸ γραφεῖον τοῦ Γραμματέως βλέπω τὸν υἱὸν τοῦ σεβαστοῦ πολιτευτοῦ διευθετοῦντα τὰ χαρτιά του. Αἱ ταλαιπωρίαι τῆς περιοδείας, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον διὰ ζώου διά μέσου τῶν χέρσων καὶ διὰ μέσου τῶν κινδύνων, ἔχουν ἀφήσει ἀμαυρὰ ἴχνη εἰς τὸ εὐγενὲς πρόσωπον τοῦ νεαροῦ διπλωμάτου, ὅστις ἤρχισεν ἀπ’ ἐκεῖ ἐπάνω, ἀπὸ τὴν μεγάλην αὐτὴν προπαρασκευαστικὴν σχολὴν νὰ συνεχίζῃ ἐναμίλλως τὸ πατρικὸν στάδιον.

Ἀλλὰ δὲν ἦτο μόνος· ἦσαν ἐκεῖ καὶ δύο ἄλλοι, οἱ ὁποῖοι δὲν ἐφαίνοντο διατεθειμένοι νὰ μοῦ ἀφήσουν τὸν κ. Δραγούμην λείαν τῆς δημοσιογραφικῆς μου ἀνακρίσεως. Ὁ κ. Γραμματεὺς μοῦ ἔκαμε τὴν χάριν νὰ μοῦ δώσῃ δευτέραν ἰδιαιτέραν συνέντευξιν τὴν νύκτα εἰς τὸ σπίτι του.


Ὁδηγήθην κατὰ τὴν ὡρισμένην ὥραν εἰς μίαν ἀπόκεντρον καὶ ἥσυχον συνοικίαν. Εἰς ἕνα πενιχρόν, ἀλλ᾽ εὐπρεπέστατον σπιτάκι, παρὰ τὴν ὄχθην τοῦ χειμάρρου, κατοικεῖ μὲ τὸν ἡλικιωμένον ὑπηρέτην του ὁ εὐπατρίδης.
Καὶ εἰς τὴν σιωπηλὴν ἡσυχίαν τῆς μοναξιᾶς καὶ τῆς νυκτός, μίαν ἡσυχίαν ἐξορίας, μοῦ ἀφηγεῖται μὲ ἄψογον ἀκρίβειαν ἀντιλήψεως καὶ μὲ βαθεῖαν κρίσιν, τὰς ἐντυπώσεις καὶ τὰς γνώμας του.

«Πρωτίστως, μοῦ λέγει, ὀφείλω ν’ ἀναφέρω τὴν εὐχάριστον διαβεβαίωσιν, τὴν ὁποίαν μᾶς ἔκαμαν οἱ κατὰ τόπους διάφοροι Τοῦρκοι διοικηταὶ ὅτι ἀγαποῦν τοὺς Ἕλληνας καὶ θὰ προστατεύσουν τὰ Ἑλληνικὰ συμφέροντα, ἐὰν τυχὸν ἤθελόν ποτε ἐκτεθῇ εἰς κίνδυνον».

Ἐρωτῶ τὸν κ. Δραγούμην πῶς εἶδε τὴν κατάστασιν τῶν χωρικῶν πληθυσμῶν τοῦ βιλαετίου ἐν σχέσει πρὸς τὰς βουλγαρικὰς προσπαθείας. Καὶ ἀκούω δι’ ἑκατοστὴν φορὰν τὴν ἰδίαν ἐπῳδόν· τρομοκρατία καὶ τίποτε βαθύτερον, τίποτε ἐπικινδυνότερον.

«Οἱ χωρικοί, μοῦ λέγει, ἐνδίδουν μόνον ἐκ φόβου εἰς τὴν προπαγάνδαν τῆς βίας, γίνονται σχισματικοὶ διὰ νὰ σώσουν τὴν ζωήν των.Ἐκτὸς δὲ τοῦ τρόμου τοὺς ἐμπνέουν καὶ διαφόρους ἀγυρτικὰς ἐλπίδας· τοὺς λέγουν, παραδείγματος χάριν, ὅτι ἐὰν ἑνωθοῦν μαζί των καὶ ἐπαναστατήσουν, θὰ μοιρασθοῦν τὰ τσιφλίκια τῶν μπέηδων».

Μοῦ ἐτόνισε κατόπιν τὴν ψευδολογίαν τῶν ξένων ἐφημερίδων, αἱ ὁποῖαι χάρις εἰς ἑδρὰς ἀμοιβάς, ἐκτελοῦν τὴν μεγαλειτέραν προπαγάνδαν ὑπὲρ τῶν Βουλγάρων καὶ κατειρωνεύθη τὸν ἄνειλικρινῆ καὶ συμφεροντολογικὸν τρόπον μὲ τὸν ὁποῖον οἱ ἀπεσταλμένοι τῶν δύο Παρισινῶν ἐφημερίδων Στίγγλερ καὶ Νωδώ διετύπωσαν τὰς ἐντυπώσεις των, χωρὶς νὰ ἐρευνήσουν εἰς ὅλας τὰς πηγὰς διὰ νὰ εὕρουν τὴν ἀλήθειαν.

«Ἡμεῖς, προσέθεσε μὲ ἀξιοπρεπῆ περιφρόνησιν, βεβαίως οὐδέποτε θὰ πλειοδοτήσωμεν εἰς αὐτὸ τὸ ζήτημα καὶ δι’ αὐτὸ δὲν ἀκουόμεθα».
Ἠρώτησα τὸν κ. Δραγούμην ἐὰν εἶνε τοὐλάχιστον βάσιμα τα ἀποδιδόμενα εἰς τὰς βουλγαρικὰς ἐνεργείας ὡς ἐπικίνδυνα συμπτώματα παρασκευαζομένου πράγματι κινήματος.

«Ἀπολύτως ἀνακριβῆ, μοῦ ἀπαντᾶ. Ὅλα εἶνε ὑπερβολαί τερατώδεις καὶ σκόπιμοι, διαδιδόμεναι μόνον διὰ νὰ ἐγείρουν θόρυβον. Καὶ τὸν θόρυβον αὐτὸν τὸν προκαλοῦν διὰ δύο τρόπων: διὰ τῶν ξένων ἐφημερίδων, τὰς ὁποίας ἐξαγοράζουν, καὶ διὰ τῆς ἐξαπατήσεως τῶν πλουσίων, ὅτι ἄλλοι ἐπλήρωσαν ὑπὲρ τῆς προπαγάνδας καὶ ὅτι ὀφείλουν καὶ αὐτοὶ νὰ πληρώσουν.

Επίσης διατηροῦν τὴν τρομοκρατίαν διὰ τῶν ψευδῶν προειδοποιήσεων, ὅτι τὴν δεῖνα ἡμέραν θὰ ἐκτελέσουν τὸ κίνημα καὶ παρατείνουν διαρκῶς καὶ κωμικώτατα τὴν προθεσμίαν, ὡς ὁ χρεωστῶν καὶ λέγων ὅτι θὰ πληρώσῃ τὴν δεῖνα ἡμέραν. Ἀλλ’ ἡ ἐπανάστασις δὲν ὁρίζεται, ξεσπᾷ φυσικώτατα καὶ ἀφ’ ἑαυτῆς ὅπως ἐξέσπασεν ἡ Ἑλληνικὴ καὶ αἱ ἄλλαι ἀληθεῖς ἐπαναστάσεις».

Καὶ ἐξακολουθεῖ μὲ τὴν ἤρεμον εὐφράδειαν τῆς εὐγενείας καὶ τῆς λογικῆς ὁ κ. Δραγούμης:

«Οἱ δυστυχεῖς πληθυσμοί εὑρίσκονται τοιουτοτρόπως εἰς τὸ δίλημμα ἢ νὰ πάρουν ὅπλα, ὁπότε θὰ κινήσουν τὴν μήνιν τῶν Τούρκων, ἢ νὰ ἀρνηθοῦν καὶ ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει διατρέχουν τὸν ἔσχατον κίνδυνον ζωῆς. Καὶ φυσικὰ ἐνδίδουν πράττοντες τὸ δεύτερον».

Ὥστε φρονεῖτε ὅτι δὲν ὑπάρχει καμμία ειλικρίνεια εἰς τὴν ἐξωμοσίαν ἢ εἰς τὴν ἐξόπλισιν τῶν χωρικῶν;

«Ἀσφαλέστατα, καμμία. Ἐνδίδουν, διότι πιέζονται καὶ ἐξωμοτοῦν  ἐπειδὴ ἀπειλοῦνται. Ἐὰν ἤρχετο —ὁμιλῶ περὶ ἁπλῆς ὑποθέσεως— κανείς Ἕλλην ὁπλαρχηγός διὰ νὰ τοὺς ἐξεγείρῃ κατὰ τῶν Βουλγάρων, θὰ τοὺς εὕρισκε προθυμοτάτους νὰ ἀποσκιρτήσουν καὶ νὰ διευθύνουν τὰ ὅπλα των ἐναντίον τῶν  ἐξοπλιστῶν»

Σημειώνω ζωηρότατα τὴν ὀρθὴν καὶ πολὺ ἀληθῆ αὐτὴν παρατήρησιν. Σημειώνω ἐπίσης καὶ μίαν ἄλλην, σπουδαιοτάτην, καὶ τὴν παραδίδω πρὸς συζήτησιν: «Κατὰ τὴν περιοδείαν μας, ἐξηκολούθησεν ὁ κ. Δραγούμης, ἔτυχε νὰ συνομιλήσωμεν μὲ πολλοὺς Ἀλβανούς μπέηδες, μεγαλοτσιφλικούχους, οἱ ὁποῖοι μᾶς ἔκαμαν θερμοτάτην ὑποδοχὴν καὶ μᾶς ἐξέφρασαν τὴν εἰλικρινῆ ἐπιθυμίαν των νὰ ἐγίνετο δυνατὸν νὰ συνεπράττομεν μὲ τοὺς Ἀλβανοὺς ἐναντίον τῶν ἐπιδρομέων. Πρέπει δὲ νὰ σημειώσετε ὅτι ὑφιστάμεθα τρομεράς συκοφαντίας πρὸς αὐτοὺς ἐκ μέρους τῶν Αὐστριακῶν καὶ Ἰταλῶν προπαγανδιστῶν, οἱ ὁποῖοι προσπαθοῦν νὰ τοὺς πείσουν ὅτι οἱ Ἕλληνες θὰ τοὺς καταστρέψουν τὴν γλῶσσαν».

«Διὰ τοῦτο», προσέθεσεν ὁ κ. Δραγούμης, «νομίζω ὅτι μία ἐκ τῶν μεγάλων μεριμνῶν μας πρέπει νὰ εἶνε ἡ ὑποχρεωτική διδασκαλία τῆς Ἀλβανικῆς εἰς τὰ σχολεῖα μας».

Θὰ συμπληρώσω τὰς ἐντυπώσεις καὶ τὰς γνώμας τοῦ νοημονεστάτου προξενικοῦ μας ὑπαλλήλου ἐπὶ τοῦ σοβαροῦ αὐτοῦ ζητήματος, μὲ τὴν αὐθεντικήν πληροφορίαν, τὴν ὁποίαν διακεκριμένος ὁμογενὴς τσιφλικοῦχος τῆς ἄνω Μακεδονίας μοῦ ἔδωκεν εἰς τὸ βαγόνι κατὰ τὴν ἐπιστροφήν μου εἰς Θεσσαλονίκην. Ο Κεμάλ μπέης, εἷς ἐκ τῶν πλουσίων Ἀλβανῶν μπέηδων τῆς Μακεδονίας, ἀνεψιὸς δὲ τοῦ μεγάλου τσιφλικούχου 32 χωρίων τῆς Θεσσαλίας Κρανῆ πασσᾶ, διακηρύττει ὅτι ἔχει μεγάλην ἐπιθυμίαν ν’ ἀντικαταστήσῃ τοὺς βουλγάρους ἀγρομισθωτάς του  ̶ μορτίτας καὶ «ὀρτατζήδες» ̶ δι’ Ἑλλήνων. Ἄνω των 100 οἰκογενειῶν ἠμποροῦν νὰ περιληφθοῦν εἰς τὰ τρία μεγάλα τσιφλίκια τοῦ Ἀλβανοῦ μπέη. Καὶ ὁ συνομιλητής μου μὲ ἐξώρκισε νὰ διακηρύξω τὴν ἔξοχον αὐτὴν ἐθνικῶς καὶ ἰδιωτικῶς εὐκαιρίαν τῆς ἀποικήσεως νέου ἑλληνικοῦ πληθυσμοῦ εἰς τὴν Μακεδονίαν.

«Ἔτσι ἐσχηματίσθησαν τὰ Βιτώλια», μοῦ λέγει συμπερασματικῶς.
Αλλ’ ἡ δημοσιογραφικὴ ἀδιακρισία μου ἀπειλεῖ νὰ καταντήσῃ ἐγκληματική. Πλησιάζει μεσονύκτιον καὶ ὁ κ. Δραγούμης παρατείνει προς χάριν μου τὴν ὁδοιπορικὴν ταλαιπωρίαν του.

Τὸν ἀφίνω ν’ ἀναπαυθῇ καὶ ἐπιστρέφω εἰς τὸ ξενοδοχεῖον διὰ μέσου τῆς σκοτεινῆς νυκτὸς τῆς τρομοκρατουμένης πόλεως, εἰς τὴν ἐρημίαν τῆς ὁποίας μόνον αἱ περιπολίαι περιφέρονται σιωπηλαὶ καὶ δύσπιστοι. Οὐδέποτε ᾤκτειρα περισσότερον τὸ θάρρος τῆς ἀγνοίας μου παρὰ αὐτὴν τὴν νύκτα κατὰ τὴν ὁποίαν χωρὶς ἄλλο ὅπλον σοβαρώτερον ἀπὸ τὸν μικρόν σουγιᾶν ποὺ ἔξυνα τὸ μολύβι μου, καὶ χωρὶς τὸ αὐστηρῶς ἀπαραίτητον φανάρι μὲ τὸ ὁποῖον ὁ κ. Δραγούμης ἐπέμενε νὰ μὲ ἐφοδιάσῃ, ἐπλανήθην εἰς τὰ δύο τρίτα τῶν καλδιριμιῶν διὰ νὰ εὕρω τὸ κατάλυμά μου.
 

Δύο σκύλοι ἀπὸ κάτω ἀπὸ τὸν χείμαρρον εἰς τὸν ὁποῖον θὰ ὑπῆρχε κάποιο ψοφίμι, μὲ ἐπιπλήτουν πρῶτον διὰ τὴν ἀταξίαν μου καὶ σταματοῦν μίαν περιπολίαν, ἡ ὁποία μὲ περιμένει νὰ περάσω. Διέρχομαι μὲ ἐπιδεικτικὸν θάρρος ἀπ᾿ ἐμπρὸς ἀπὸ τὰς τρεῖς σκιάς, ἀπὸ τοὺς ὤμους τῶν ὁποίων ἐξέχουν τρεῖς κάνναι μαρτινίων. Πλησιάζω. Τρεῖς ζαπτιέδες μὲ κυττάζουν μὲ σοβαρότητα. Ἐρωτῶ ἑλληνικὰ ἀπὸ ποῦ θὰ διευθυνθῶ διὰ τὸ ξενοδοχεῖον τῆς Κωνσταντινουπόλεως, «Σταμπούλ χάνι». Με κυττάζουν μὲ ὑποψίαν εἰς τὸ ὄνομα τοῦ μοιραίου καταλύματος καὶ μία φωνὴ χονδρή μοῦ λέγει «Μπουρντὰν» καὶ μοῦ δείχνει μίαν καμπήν. Τοὺς ἀφίνω, ἀλλὰ νοιώθω ὅτι αὐτοὶ δὲν μὲ ἀφίνουν. Μὲ παραφυλάττουν ἀσφαλῶς ἐξ ἀποστάσεως, ἀλλὰ τοὺς τιμωρῶ ἀρκετὰ διὰ τὴν δυσπιστίαν των ἀναγκάζων αὐτοὺς νὰ παρακολουθήσουν ὅλην τὴν περιπλάνησίν μου.

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παράκληση να τηρούνται οι κανόνες της πολιτικής σχολίων που ισχύουν. Σχόλια με υβριστικό, προσβλητικό ή παρόμοιο περιεχόμενο δεν γίνονται αποδεκτά και επομένως θα διαγράφονται.