Βρέχει. Από πάνω μας κρέμεται η κακοκαιρία «Δανιήλ». Στη διάβαση των πεζών, ακινητοποιημένο, θέλοντας και μη, το παλαιολιθικής εποχής μικρού κυβισμού γιώτα-χι με ξένες πινακίδες. Ένας κοκκινοπρόσωπος ανθρωπάκος μου κάνει νοήματα. Κάτι ψελλίζει που δεν ακούγεται. Η βροχή, το βουητό του δρόμου δεν το επιτρέπουν. Μου δείχνει το δρόμο: «Ευθεία», μου κάνει, «Μασεντόνια;»
Μπαίνω στο νόημα. «Μασεντόνια ιζ χίαρ», του φωνάζω. Και παίρνοντας φόρα «Ιζ όνλι ουάν εντ γκρηκ. Ντου γιου αντερστέντ;» Άναυδος ο Σκοπιανός στέκει να με κοιτάζει. Βρέχει. Και εγώ ευχαριστημένος όσο δεν παίρνει που του διέλυσα όλο το βολτάζ ευτυχίας που μάζεψε πληρώνοντας τις διακοπές του στη Φούρκα ή στα Φλογητά… «Όχι, που θα σ’ άφηνα…». Τον κοιτάζω και σκέφτομαι χαιρέκακα.
[Μα όχι… Αυτό θα ήταν από άλλο ανέκδοτο!]
«Ευθεία του λέω. Τράβα προς Βαρδάρη και μετά ίσια. Το νου σου στις πινακίδες μετά τα διόδια. Στρίβεις δεξιά!». Ότι κατάλαβε κατάλαβε. Ο Θεος κι η ψυχή του. Κούνησε το κεφάλι σαν «ευχαριστώ» και πάτησε γκάζι σπινιάροντας με πέντε χιλιόμετρα την ώρα μέσα στη μπόρα.
Πάνω μας έπεφτε, κρουνηδόν τώρα, όλο το νερό των Πρεσπών και μας αδέλφωνε…
Δεν παίζεσαι DR !
ΑπάντησηΔιαγραφήΓιου κούφτ μι μπέιμπυ!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι ότι διάβαζα για παράλληλα σύμπαντα!
Καταπληκτικό, με όλη την περιεκτικότητα νοημάτων και αισθημάτων και βέβαια ο συνήθης φωτογραφικός φακός του Νώντα στην αφήγηση…