Το 1977, δούλευα 12 μέχρι 15 ώρες τη μέρα, επί εφτά μέρες τη βδομάδα, κι έπαιρνα 400 δραχμές βδομαδιάτικο. (Τι και πως μη τα ρωτάτε). Χρόνια της μεταπολίτευσης και ανακαλύπταμε σιγά σιγά όσα η επάρατος κακόχρονο νάχει– επταετία είχε εξαφανίσει-καταλύσει. Έτσι και τον Βασίλη Βασιλικό, έτσι και το «Ζ» του, έτσι και τα λοιπά... Θυμάμαι που χα δώσει 40 δραχμές για το «Εκτός των τειχών» και 90 για το «Ζ». Από τα πρώτα βιβλία που με δικά μου λεφτά μπόρεσα ν' αγοράσω. Τα ’χω ακόμα-σε καλή κατάσταση. Μισόν αιώνα μετρούν πια…
Αργότερα, ακολούθησαν κι άλλα δικά του όμως τον Βασίλη Βασιλικό έπαψα να τον παρακολουθώ με το ίδιο ενδιαφέρον. Είχα έναν δαιμόνιο φίλο –καλή του ώρα κι αυτόν εκεί που είναι τώρα– που μου τον κακολογούσε συνέχεια και με έβαζε φιτίλια: «ο προχειρογράφος», «αυτός με τη δημοσιογραφική πένα του κασετόφωνου» κλπ κλπ. «Όσα δε φτάνει η αλεπού…» του ’λεγα αλλά όλο και κάτι με πετύχαινε στο ψαχνό από τα φαρμάκια του.
Ήταν φυσικά, ο Βασιλικός στη νέα εποχή και ο Καζαντζάκης στην παλιότερη, που έμαθαν τους Έλληνες συγγραφείς πως πρέπει να πληρώνονται γι’ αυτό που κάνουν. Κι ο Καζαντζάκης ασφαλώς πήρε «θέσεις», «οφίκια» (επικεφαλής της διεθνούς βοήθειας στην Κριμαία) και ο Βασιλικός έγινε ευρωβουλευτής και πρεσβευτής μας στην UNESCO και με εκπομπές στην τηλεόραση κλπ. και δόξες πολλές άλλες αποκόμισε. Ήταν όμως, προ παντός, ΕΡΓΑΤΗΣ ο άνθρωπος. Επομένως, αυτό κρατώ από τον βίο του και το ότι γενικώς «δεν μας γέμισε αλογόμυγες!».
Ήταν ο Βασίλης Βασιλικός. Και πέθανε σήμερα πλήρης ημερών και δόξης επιγείου. Με ένα δικό του, νεανικό, ποίημα τον αποχαιρετώ:
Κι ας μη νομίζουμε πως είμαστε μεγάλοι,
τρανοί, υπερκόσμιοι κι αθάνατοι ποιητές,
Περνούμε εμείς, έρχονται πίσω άλλοι
κι όλοι μας είμαστε φτωχοί τραγουδιστές.
Ξεπέσαμε -πουλιά αποπλανεμένα-
στη γη. Κι αναρωτιόμαστε: «που πάμε;».
Κι εκεί που άλλοι μισούνε -μάταιη έννοια-
τις ομορφάδες της, περνώντας τραγουδάμε.
Αδιόρθωτοι κι ανώφελοι νεφοπαρμένοι
-κι ίσως για σε, αναγνώστη, να 'μαστε τρελοί-
μας τυραννά στο διάβα μας η σκέψη: «τι απομένει;»
κι ένα αναπάντητο κι ασίγαστο «γιατί;»
Κι έτσι φεύγουμε εμείς. Μας ακολουθάνε άλλοι.
Με άλλα τραγούδια τραγουδούν τις ομορφιές.
Δεν είμαστε τρανοί, δεν είμαστε μεγάλοι
Μόνο περνούμε σαν φτωχοί τραγουδιστές.
Ο Βασ. Βασιλικός, το 2015, στη Δ.Ε.Β.Θ (φωτ. ΝΤ)
Μπράβο,Νωντα,σε σένα καί το θάρρος του λόγου σου
ΑπάντησηΔιαγραφήΛένα, πριν λίγο διάβασα την ανακοίνωση του Στ. Κασσελάκη για τον Β.Β.... Νομίζω πλέον πως έχουμε να κάνουμε με AI "μιμίδιο" δω πέρα:
Διαγραφή«Ο Βασίλης Βασιλικός μίλησε την παγκόσμια γλώσσα - το μεγαλύτερο επίτευγμα για έναν συγγραφέα. Και συνομίλησε ταυτόχρονα με την παγκόσμια Ιστορία - το μεγαλύτερο επίτευγμα για έναν άνθρωπο»
Πάνε οι καημένες οι λέξεις. Την έχασαν τη σημασία τους... Σχολάσαμε!
Γιατρέ, δες σε παρακαλώ πολύ που εκδόθηκε το βιβλίο με το Ζ σε κόκκινο ; Θα επανέλθω.. Γ. λογοθέτης
ΑπάντησηΔιαγραφήΠλειάς, 1973, Αθήνα
ΔιαγραφήΠολύ λυπήθηκα για την αποχώρηση του ΒΒ από τούτο τον Κόσμο. Και πάλι έρχεται στο νου ο γνωστός στοίχος του Τζών Ντόν «για ποιόν χτυπά η καμπάνα…»!
ΑπάντησηΔιαγραφήΘυμήθηκα λοιπόν στα πανεπιστημιακά χρόνια κάναμε πάρτυ και κυκλοφορούσε η φήμη ότι θα έρθει ο Βασίλης Βασιλικός. Και όντως τελικά ερχόταν ο Βασίλης Βασιλικός μόνο που ήταν αυτός ο Βασίλης Βασιλικός του Πέρη που είναι σήμερα ο Καθηγητής Καρδιολογίας του ΑΠΘ,
Χα! Κι εγώ ένα φεγγάρι σαν άκουγα το όνομα όλο κι έλεγα θα σκάσει μύτη ο συγγραφεύς...
ΔιαγραφήTo Blog με τις αναρτήσεις-διαμαντάκια. Πολλά γράφτηκαν για τον Βασιλικό. Κανένα όμως τόσο εύστοχο, σύντομο και περιεκτικό. Ευχαριστούμε, Δάσκαλε.
ΑπάντησηΔιαγραφήΝομίζω ότι σίγουρα θυμάσαι το πάρτυ γενεθλίων μου της τελευταίας μας χρονιάς στο Πανμιο!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήOf course my friend! Φώντας με τιραντες κλπ κλπ Kαι πρέπει να ήπιαμε κάτι ποταμούς. Διοτι αμυδραν περαν ενός σημείου έχω ενθύμησιν των πεπραγμένων..
Διαγραφή