του Νικολάου Μ. Δραγούμη
ΠΕΡΙ ΚΡΟΚΟΔΕΙΛΟΥ.
Ἀνέγνωμεν ἐσχάτως εἰς τὰς Γαλλικὰς ἐφημερίδας ὅτι κατεδικάσθη τις εἰς θάνατον,
διότι ἐφόνευσε ταὐτοχρόνως διὰ δηλητηρίου, τὸν πατέρα, τὴν μητέρα, τὴν σύζυγον,
τὸν πενθερὸν, τὴν πενθεράν του, δύο ἄλλους, καὶ ἐπὶ τέλους καὶ τὴν ἰδίαν αὑτοῦ
θυγατέρα! Ἥμεθα ἕτοιμοι νὰ ὀνομάσωμεν αὐτὸν θηρίον, ὅτε ἔτυχε νὰ ἴδωμεν τὴν
κατωτέρω εἰκόνα, ἐξ ἧς φαίνεται ὅτι καὶ οἱ κροκόδειλοι αὐτοί, τὰ ἀμφίβια ταῦτα τέρατα,
ἐκκαίονται ὑπὸ φιλοστοργίας, τῆς ὁποίας οὐδὲ κἂν ἴχνος ὑπῆρχεν εἰς τὴν καρδίαν
τοῦ ἀκατονομάστου ἐκείνου μιαιφόνου. Ὁ κροκόδειλος τῆς παρούσης εἰκόνος, ἰδὼν ὅφιν
παμμέγιστον ἀνορύσσοντα τὰ ἐν τῇ ἄμμῳ ὠὰ αὐτοῦ διὰ νὰ τὰ φάγῃ, ὥρμησεν ἀκάθεκτος
κατὰ τοῦ φθορέως, καὶ κατεσπάραξεν αὐτόν. Τοιαύτη καὶ τοσαύτη ἡ πρὸς τὰ τέκνα
στοργή καὶ αὐτῶν τῶν θαλασσίων θηρίων!
Διὰ τοῦ δεκάτου φυλλαδίου τῆς Πανδώρας, ἐδημοσιεύσαμεν ἐπιστολὴν περιηγητοῦ τινος τῆς Ἰνδίας, ἐν ᾗ ἐλέγετο πρὸς τοῖς ἄλλοις, ὅτι «ἴδεν ἀνθρώπους καθημένους ἐπὶ κροκοδείλων μεγάλων ὡς ἐπὶ ἵππων, καὶ περιφερομένους εἰς τὴν ξηράν.» Πρόσθετε δὲ ὅτι «ὁ τρόπος καθ᾽ οὓς δελεάζοντες σύρουσιν αὐτοὺς ἔξω τῆς λίμνης… εἶναι περίεργος· δεικνύουσιν εἰς αὐτοὺς τὰ ἐντόσθια ζώου νεοσφαγοῦς· αὐτοὶ δὲ ἅμα παρατηρήσαντες αὐτὰ ἐξέρχονται εἰς τὴν γῆν, δέχονται ἀναβάτας ἐπὶ τῶν νώτων, καὶ τρέχουσι κατόπιν τῶν ἐντοσθίων…»
Ἡ διαβεβαίωσις αὕτη τοῦ ἡμετέρου περιηγητοῦ, ἐπικυροῖ τὴν ῥῆσιν τοῦ Στράβωνος λέγοντος (Β.6. ΙΕ. 707) ὅτι οἱ ἐν τῷ Ἰνδῷ κροκόδειλοι δὲν εἶναι βλαπτικοὶ ἀνθρώπων. Φαίνεται ὅμως, κατ’ αὐτὸν πάλιν τὸν γεωγράφον, (Βιβ. ΙΖ΄. 814) ὅτι οἱ κροκόδειλοι τοῦ Νείλου, ὄχι μόνον δὲν εἶναι χειροήθεις ὡς οἱ ἔντιμοι αὐτῶν συνάδελφοι τοῦ Ἰνδοῦ, ἀλλὰ καὶ ὀλέθριος τῷ ἀνθρωπείῳ γένει. Καὶ ὅμως μὲ ὅλην τὴν θηριωδίαν αὐτῶν, συμπαθοῦσι πρός τινας, βασκαινόμενοι ἴσως, ὡς οἱ ὄφεις πάλαι ὑπὸ τῶν Ψύλλων καὶ σήμερον ὑπὸ τῶν βαγιούμιδων. (α)
Μεταξὺ τῶν βασκάνων τούτων Αἰγυπτίων, ἐξεῖχον οἱ Τεντυρίται· τούτους, ὄχι μόνον δὲν ἔβλαπτον οἱ κροκόδειλοι, ἀλλὰ καὶ ἔβλεπον κολυμβῶντας καὶ διαπερῶντας, μηδενὸς ἄλλου θαῤῥοῦντος. Καί ποτε, κομισθέντων εἰς Ῥώμην κροκοδείλων, ἐπιδείξεως χάριν, συνηκολούθουν οἱ Τεντυρίται. Ἐκεῖ, ἐμβληθέντας αὐτοὺς εἰς δεξαμενήν, ἐξεῖλκον αὐτοὶ διὰ δικτύων, ἀπέθετον εἰς παρακείμενον πῆγμα ὡς εἰς ἡλιαστήριον, διὰ νὰ ἴδωσιν αὐτοὺς συγχρόνως οἱ θεαταί, καὶ κατέσπων πάλιν εἰς τὴν δεξαμενήν.
Εἰς τὴν Αἴγυπτον ὑπῆρχον πολλαὶ πόλεις, καλούμεναι πόλεις Κροκοδείλων· ἀλλ' εἴς τινα ἐξ αὐτῶν, τὴν Ἀρσινόην, ἐτιμᾶτο ἰδίως ὁ κροκόδειλος, ὀνόματι Σοῦχος, ὡς ἱερός· διετηρεῖτο ἐντὸς λίμνης, καὶ ἦτο χειροήθης πρὸς τοὺς ἱερεῖς, ὑφ᾽ ὧν ἐτρέφετο διὰ σιτίων, κρεάτων καὶ οἴνου, ἅτινα προσέφερον πάντοτε οἱ ξένοι, ὅσοι προσήρχοντο ἐπὶ τὴν θέαν. Οἱ ἱερεῖς ἤνοιγον τὸ στόμα αὐτοῦ, ἐνέθετον πλακουντάριον ἢ κρέας ὀπτὸν, καὶ κατέχεον μελίκρητον περιεχόμενον ἐντὸς προχοϊδίου.
Παρὰ τοὺς ὄφεις οἱ κροκόδειλοι ἔχουσι καὶ ἄλλους πολὺ ὀλεθριωτέρους ἐχθροὺς, τοὺς ἰχνεύμονας, οἵτινες θωρακιζόμενοι διὰ πηλοῦ, καὶ κυλιόμενοι ἐν αὐτῷ, ξηραίνονται πρὸς τὸν ἥλιον· καὶ οὕτως ἐνεδρεύοντες ἐμπίπτουσιν εἰς τὰ χάσματα τῶν κροκοδείλων ὅταν ἡλιάζωνται κεχηνότες, καὶ κατατρώγουσι τὰ σπλάγχνα καὶ τὰς κοιλίας αὐτῶν.
Ἀλλὰ καὶ οἱ Ἄραβες αὐτοὶ τρώγουσι τὸ κρέας καὶ τὰ ὠὰ τῶν κροκοδείλων, καὶ τὰ εὑρίσκουσι νοστιμώτατα.
Ν. Δ.
[α] 18ο Πανδώρας φυλλάδιον ΙΙ.
Το κείμενο αυτό του Νικολάου Μ. Δραγούμη (1809-1879) δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Πανδώρα [Σύγγραμμα Περιοδικόν, εκδιδόμενον δις του μηνός, Συντάκται: Α. Γ. Ραγκαβής, Κ. Παπαπαρρηγόπουλος, Ν. Μ. Δραγούμης, Εν Αθήναις , Εκ του τυπογραφείου Α.Γ. Δούκα, 1851].
* Μεταγραφή: Νώντας Τσίγκας
Αρθρογράφησε στην Αθηνά, συνεργάστηκε με την Ευτέρπη του Γρ. Καμπούρογλου (1847-49) και ίδρυσε την Πανδώρα (1849-1955, μαζί με τον Γ.Σκούφο, τον Α. Ρ. Ραγκαβή, τον Χρ.Δούκα και τον Κ. Παπαρρηγόπουλο) και το Spectateur d’Orient (1853-1856, μαζί με τον Α. Ρ. Ραγκαβή, τον Κ. Παπαρρηγόπουλο, τον Μ. Ρενιέρη και τον Γ. Βασιλείου). Το 1854, κατά τη διάρκεια επιδημίας χολέρας στην Αθήνα, εργάστηκε για την περίθαλψη των πασχόντων. Από το 1855 παρέμεινε ως μόνος ιδιοκτήτης της Νέας Πανδώρας, την οποία και διηύθυνε ως το 1872, οπότε, με την κυκλοφορία του εικοστού δεύτερου τόμου του περιοδικού, σταμάτησε η έκδοση του. Παράλληλα, από το 1856 ως το 1862 διετέλεσε συνεχώς δημοτικός σύμβουλος στην Αθήνα. Το 1874 δημοσιεύτηκε το έργο του Ιστορικαί Αναμνήσεις. Στις 9 Μαρτίου 1879 πέθανε από συμφόρηση, λίγο μετά την κυκλοφορία του πρώτου τόμου της δεύτερης έκδοσης των Ιστορικών Αναμνήσεων.
Ο Νικόλαος Δραγούμης υπήρξε ιδρυτής και μέλος πολλών επιστημονικών εταιρειών, όπως της Εταιρείας των Φίλων του Λαού, της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας κ.ά. Παντρεύτηκε το 1839 την Ευφροσύνη Στ. Γεωργαντά (1818-1915) με την οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά: το Μάρκο (1840-1909), τον Στέφανο (1842-1923), τη Ζωή (1843-1894) και τη Μαρίκα (1846-1941).
[Βιογραφικά:ΑΣΚΣΑ/ https://www.ascsa.edu.gr/index.php/archives/nikolaos-mdragoumis-papers]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παράκληση να τηρούνται οι κανόνες της πολιτικής σχολίων που ισχύουν. Σχόλια με υβριστικό, προσβλητικό ή παρόμοιο περιεχόμενο δεν γίνονται αποδεκτά και επομένως θα διαγράφονται.