Φέρνω συχνά με φρίκη στο νου μου δυο «εικόνες», της περασμένης δεκαετίας, που μου προκαλούν αληθινή συντριβή κάθε φορά.
Η πρώτη, καταμεσήμερο Αυγούστου στην Ίωνος Δραγούμη. Μια γιαγιούλα εύθραυστη, σαν όλη χωρίς σάρκες, με το νυχτικό, αιμόφυρτη, χτυπημένη στο πρόσωπο και να τρέμει σαν το ψάρι, υποβασταζόμενη από τη θυγατέρα της. Προσπαθούν να σταματήσουν κάποιο ταξί αλλά κανείς δεν είναι πρόθυμος να σταματήσει. (Πού να βάζει τώρα άνθρωπο ματωμένο μέσα «να του τα κάνει χάλια;»). Είναι σε απόγνωση σαν χαμένες. Τις ανεβάζω στο εκεί υποκατάστημα του του ΙΚΑ, απ’ όπου μόλις είχα αποχωρήσει, για τις πρώτες βοήθειες και καλούμε ασθενοφόρο να έρθει να την παραλάβει. «Άνοιξε την πόρτα σε κάποιον που χτύπησε το κουδούνι κι εκείνος μόλις μπήκε την άρπαξε και την πέταξε σαν σακί από τις σκάλες. Κατρακύλισε από τον τέταρτο στον τρίτο. Εκείνος έκανε ότι έκανε μέσα στο σπίτι κι έφυγε. Κανείς στη πολυκατοικία δεν την πήρε είδηση. Λείπουν όλοι σχεδόν… Σύρθηκε από τις σκάλες τον ανήφορο και με πήρε τηλέφωνο»
Το άλλο «περιστατικό» είναι ένας λιπόσαρκος, συνταξιούχος υπερήλικας αστυνομικός, μόλις που ακούγεται η φωνή του, σαν αρνί ένα πράμα, ήσυχος άνθρωπος. Τον παρακολουθούσα χρόνια για «κακή διάθεση». Τώρα έρχεται μ’ ένα από τα παιδιά του. Αρνείται τροφή δεκαπέντε μέρες. Είναι σε βαριά κατάθλιψη. Τον είχαν ληστέψει μια φορά ακόμα. Τούτη εδώ όμως ήταν αλλιώς το πράγμα. Τον πήρε καταπόδι κάποιος από το δρόμο ίσως και να τον περίμενε όμως κρυμμένος μέσα στο σπίτι. Μόλις ξεκλείδωσε την πόρτα του διαμερίσματος του έδωσε μια σπρωξιά και τον ξάπλωσε στο χολ. Τον άκουγε που είχε μπει στην κρεβατοκάμαρα όπου βρισκόταν η κατάκοιτη «από εγκεφαλικό» γυναίκα του, που πια είχε κατατρομάξει και ούρλιαζε, ν’ αναστατώνει συρτάρια και ντουλάπες. Αφού πήρε ότι βρήκε φεύγοντας κλώτσησε τον γέροντα έτσι όπως ήταν ξαπλωμένος με σπασμένο χέρι και πλευρά στο στενό διάδρομο κι έγινε καπνός. Έφερε βαρέως το ζήτημα. «Αισχρή ταπείνωση» μου είπε «έχω υποστεί»… Δεν «βγήκε» ποτέ από αυτό. Ένα μήνα αργότερα πέθανε αρνούμενος τροφή, νοσηλεία και φάρμακα… Πολύ σύντομα ακολούθησε και η γυναίκα του.
Χτες με συγκλόνισε ένα τηλεφώνημα από άλλη ασθενή μου, της «τρίτης ηλικίας» κι αυτή, που βρίσκεται ̶ αρκετά λειτουργική και αυτόνομη ακόμη— σε ένα πρώιμο στάδιο άνοιας. Κάποιος την περίμενε στη είσοδο της πολυκατοικίας της στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, με φόρμα εργασίας και γάντια. «Είστε η κ. Β…;». «Μάλιστα...». «Είμαστε από τη ΔΕΗ...», της κάνει εκείνος, «και διαπιστώσαμε "από το κέντρο" ότι ένα καλώδιο κάνει διαρροή στο διαμέρισμά σας. Θα χρειαστεί να το απομονώσουμε για να μη γίνει βραχυκύκλωμα». Πήγαν μαζί επάνω. «Πηγαίνετε» της κάνει «να βάλετε δυο κατσαρόλες στα μάτια της κουζίνας να βράζουμε νερό για να μας δώσει σήμα ότι δεν βραχυκλώνει κάτι».
Όταν γύρισε, εκείνος ήδη έψαχνε τα συρτάρια της στην κρεβατοκάμαρα και καθώς το θυροτηλέφωνο είχε χτυπήσει από κάτω είχε προλάβει να τρέξει αυτός να το σηκώσει «Ναι, εδώ είμαστε με την κυρία, ανεβείτε!». Τα άλλα δυο καλόπαιδα βρίσκονταν ήδη μέσα στο σπίτι. «Πού αλλού έχετε σιδερικά, χρυσά ή κοσμήματα;» της λένε. Καταλαβαίνει πλέον πολύ καλά τι ακριβώς συμβαίνει αλλά καταλαβαίνει επίσης πως είναι ανώφελο, μα κυρίως επικίνδυνο, να φωνάξει ή να αντιδράσει γιατί ήξερε τι θα την περίμενε σε μια τέτοια περίπτωση. Ήδη φοβόταν πολύ. Για καπάκι ο ένας από την αλητοπαρέα της ζήτησε να βγάλει και να του δώσει το δαχτυλίδι που φορούσε και το ρολόγι της «για να μην κάνουν κανένα βραχυκύκλωμα».
Σφυριές οι ενέργειές τους μια προς μία, όπως οι και βλακώδεις εντολές τους. Ένοιωθε τη φρίκη ενός βιασμού με άλλη μορφή, τον έσχατο εξευτελισμό. Λυπόταν την ανημπόρια της, την απελπισία της, την μοναξιά της εκείνη τη στιγμή. Ένας μικρός θάνατος —ο δικός της θάνατος— συνέβαινε με συνοπτικές διαδικασίες. Μάζεψαν τα πάντα οι τρεις μαντραχαλαίοι και πήγαν στα κομμάτια.
Ένιωθε τόσο ταπεινωμένη η καλή γυναίκα κι ήθελε οπωσδήποτε να μου πει. Και εγώ επειδή δεν αντέχω να βαστώ μέσα μου τόση οδύνη περνώ και σε σας να μεταλάβετε μια μαρτυρία της παρακμιακής εποχής μας για την οποία η ιατρική τουλάχιστον δεν έχει λύσεις.
Κάποτε όμως θα πρέπει να ασχοληθούμε σοβαρά με την απροστάτευτη «τρίτη ηλικία» εν Ελλάδι. «Ανάπτυξη» με τέτοια ηθική και θεσμική υπανάπτυξη δεν συμπορεύονται.
Τι να πω, τι να καταμαρτυρήσω; Μου έκανες την καρδιά περιβόλι, Νώντα, ίσα που άνοιξα τον υπολογιστή στην αλληλογραφία. τα καλύτερα, πάντως,σου εύχομαι, κι ας είμαι σε προχωρημένη τρίτη ηλικία...Τέταρτη, θα έλεγα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤι να σχολιάσει κανείς γιατρέ ; Τα έγραψες όλα////
ΑπάντησηΔιαγραφήΤα λέει όλα η προτελευταία σου φράση! Τα επιβεβαιώνουν καθημερινά τα δελτία των ειδήσεων! Κι εμείς όσο πάμε πλησιάζουμε κι από τώρα φοβόμαστε...
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ πολιτισμός μιας κοινωνίας φαίνεται από τη συμπεριφορά των μελών της προς τα πιο αδυναμα μέλη της.
ΑπάντησηΔιαγραφήΔυστυχώς στην Ελλάδα η τρίτη ηλικία είναι παντελώς αδιάφορη για την πολιτεία.