Ιδού λοιπόν το «Τμήμα ανησύχων ανδρών» του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης κατά τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας του. Με τον καιρό οι ανάλογες πτέρυγες μετονομάσθηκαν σε κλινικές οξέων περιστατικών.
Οι ανήσυχοι άνδρες της επείγουσας ψυχιατρικής ήταν άρρενες ασθενείς με αποδιοργάνωση της υποκείμενης ψυχικής νόσου που παρουσίααζαν ανεξέλεγκτη διέγερση ή επιθετικότητα και για την ασφάλεια των ίδιων αλλά και του περιβάλλοντός τους κρινόταν απαραίτητη η προσαγωγή τους («τον έφεραν δεμένο», «ήταν για δέσιμο») στο Ψυχιατρείο. Εκεί, με φάρμακα ή άλλες μεθόδους που αντικατέστησαν τις παλαιότερες «ακρωτηριαστικές» δομικές νευροχειρουργικές επεμβάσεις, και οι οποίες σήμερα έχουν κι αυτές με τη σειρά τους εγκαταλειφθεί (αναφέρομαι ηλεκτροσόκ, καθήλωση με ιμάντες επί κλίνης κλπ), γινόταν η «ανάταξη» της κατάστασής τους.
Πολλά περιστατικά ψυχιατρικής φύσεως σήμερα τα συναντάμε ελευθέρα και σε ολόκληρο το φάσμα της κοινωνίας αφού πολλά είδη τρέλας ως «κοινωνικώς αποδεκτά» απολαμβάνουν εξαιρετικής δημοφιλίας (τα παραδείγματα πλείστα όσα) αλλά και γιατί τα φάρμακα κάποτε, στα κατάλληλα χέρια, κάνουν θαύματα.
Στέκομαι ωστόσο σε ένα άλλο είδος, αυτό των «καθ’ ομολογίαν, ανήσυχων ανδρών» που κυρίως με ενδιαφέρει εδώ. Αυτοί δονούνται από τη σκέψη. Και δεν μπορεί πάρα να φέρω στο νου μου τον σπουδαιότερο συγγραφέα της Πορτογαλίας κατά τον εικοστό αιώνα τον Φερνάντο Πεσσόα (1888-1935) που κατέλειπε μέσα στο θρυλικό μπαούλο του και «Το βιβλίο της ανησυχίας». Εκεί λοιπόν αυτός γράφει:
[...] Ζωή είναι η άγνοια του εαυτού σου. Σκέψη είναι η
ανεπαρκής γνώση του εαυτού σου. Η ξαφνική όμως γνώση του εαυτού σου, σε μια
τέτοια καθαρτήρια στιγμή, είναι για σένα ή άμεση αντίληψη της έννοιας της
ενδόμυχης μονάδας, του μαγικού λόγου της ψυχής.
Μα η αιφνίδια λάμψη καίει τα πάντα, αναλώνει τα πάντα, μας απογυμνώνει ακόμη
και από τον εαυτό μας. Δεν ήταν πάρα μια στιγμή και με είδα. Ύστερα δεν θα ξέρω
ούτε καν να πω τι ήμουν. Και τελικά νυστάζω, γιατί μου φαίνεται, χωρίς να ξέρω
γιατί, πως το νόημα όλων αυτών είναι ο ύπνος [1].
Κι εδώ αξίζει να θυμηθώ έναν άλλον, ανήσυχο επίσης, άνδρα (πού το πάω πού
το φέρνω εδώ καταλήγουμε καλοί μου φίλοι…) τον Ίωνα Δραγούμη (1878-1920). Σε
ένα (αδημοσίευτο γράμμα του προς τη φίλη του Έλλη Σκιαδαρέση, το 1902,
γράφει:
[…] εἶμαι τόσο
ἀνήσυχος πάντα καί δέν μπορῶ νά δῶ φωτεινά ἐκεῖνο πού διαβάζω. Μ’ ἐνδιαφέρει πάντα
περισσότερο ἀπό τά τυπωμένα χαρτιά, ὁ ἑαυτός μου. Τέτοιος εἶμαι. Καί πολύ
συχνότερα ὁ ἑαυτός μου εἶναι πλακωμένος ἀπό τό βάρος τοῦ κόσμου, παρά δέν
εἶναι. Ἄλλως τε δέ σημαίνει [τίποτε] τί εἶναι ἤ τί δέν εἶναι ὁ ἑαυτός μου. Ὁ κόσμος πηγαίνει καί
εἶμαι μιά πέτρα τοῦ δρόμου. Μέ σκουντοῦν, μέ κλωτσοῦν, μέ κατρακυλοῦν, μέ
σκονίζουν, μέ πλακώνουν, μέ πιέζουν, μέ ταράζουν ἄνω κάτω τ’ ἁμάξια, οἱ
ἄνθρωποι, τά ζῷα καί οἱ βροχές καί τά χιόνια [2].
Πού θα τους κλείναμε άραγε σήμερα αυτούς τους δυο; Σε ποια πτέρυγα ανήσυχων
ανδρών άραγε; Ή μήπως όχι;
______________________________________
[1] Το βιβλίο της ανησυχίας, επιλογή κειμένων, πρόλογος, μετάφραση: Άννυ
Σπυράκου, Αλεξάνδρεια, 1989. [2] Σχέδιο επιστολής από το αδημοσίευτο Τετράδιο 10 του Αρχείου του Ίωνος
Δραγούμη. ΑΣΚΣΑ/Τμήμα Αρχείων, μεταγραφή Ν.Τ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παράκληση να τηρούνται οι κανόνες της πολιτικής σχολίων που ισχύουν. Σχόλια με υβριστικό, προσβλητικό ή παρόμοιο περιεχόμενο δεν γίνονται αποδεκτά και επομένως θα διαγράφονται.