Μέρα της ποίησης η εικοστή πρώτη του Μαρτίου. Έξω στο δρόμο ο Δήμος ξαμόλησε τους δημίους του με τα δρεπανηφόρα δόρατα να κουτσουρεύουν τα δέντρα των διόδων και των παρόδων. Περιτομή, εκτομή, αποκεφαλισμός των ματιών των κλαδιών, των κλαδιών των ίδιων, υπερήφανων και ωραίων δέντρων διαπόμπευση. Για ένα κομμάτι ψωμί δουλεύουν οι σφαγείς της ανοίξεως. Διότι θα αργήσει πολύ να έρθει γι’ αυτά τα δέντρα η άνοιξη. Θ’ αργήσει μα θα τη δούμε όμως, θέλοντας και μη, να ανασταίνεται. Τον Μάιο, ή αλλόκοτη τον Ιούνιο μπορεί, όμως θα έρθει.
Για την ποίηση πήγα να πω. Κι είδα τα έργα των ανθρώπων, τα έργα των χειρών τους. Ναι, μπορούν να παράγουν μια ποίηση στεγνή και στυγνή, κολυμβήθρα μίσους, συναισθηματικής αποψιλώσεως και ερημώσεως.
Βρήκα μια ταιριαστή φωτογραφία. Κι άφησα τον ποιητή (ο οποίος δεν φαίνεται…), ανατρέποντας την τάξη του κόσμου, να κρατάει με το σκοινάκι του (αυτό μόλις που φαίνεται!) ένα κτίριο που υψώνεται στον ουρανό σαν μπαλόνι και σαν στέγη του κόσμου. Από κάτω αναπνέει ένα δέντρο με ξερά κλαδιά.
Ίσως το αποτέλεσμα ενός τρόμου να είναι τελικά το ποίημα. Που ναρκοθετεί την ασχήμια!
ΚΑΤΑΚΑΛΟΚΑΙΡΟ (αντιφώ-ονηση)
ΑπάντησηΔιαγραφήΦρύγανα απογίναν
για αφέψημα τα ποιήματα
Η άμμος ξεροσταλιάζει
με διωγμένα τα κυματα
Το χρυσάφι μας άσωτεψαν
άγριες φραγκοσυκιές
Λίγα τα μούρα γινωσαν
μεσ´τις λαβωματιές
Ένα γεράνι κόκκινο
του κόσμου το αίμα σφετερισε!