KOSTAS LOUSTAS (10) *
Το φθινόπωρο του 2013 τον επισκεφθήκαμε στο διαμέρισμα της Ιπποδρομίου, εγώ και η γυναίκα μου, για να του ζητήσω ένα σχέδιο για το εξώφυλλο της συλλογής με διηγήματα που επρόκειτο να τυπώσω.
Αν και καταπονημένος πολύ από την αρρώστια, ανταποκρίθηκε με καλοσύνη και αμέσως έκατσε να μου σχεδιάσει επιτόπου ένα (τί άλλο;) βιολί! Η συλλογή εκδόθηκε στον Δεκέμβριο του 2013 με τον τίτλο «Εποχιακός διανομέας» με το βιολί αυτό σε γραφιστική ανάπτυξη στο εξώφυλλο αλλά και με το βιολί από τη σειρά Elgar ’96, που προανέφερα, ως προμετωπίδα στο εσωτερικό του βιβλίου. Ένα από τα εννιά διηγήματα είναι αφιερωμένο
στὸν ἐκ Νεβέσκης Λυγκηστίδος
Κωστάκη Λούστα τὸν ΙΙΙ
Θεοδώρου τοῦ ΙΙ, τῆς Πελαγονίας
καὶ τῆς Ἄνω Δυτικῆς Μακεδονίας Ἔξαρχον
Πέμπτη 14 Ιουνίου του 2014, απόγευμα κοντά στις 6, έρχομαι από τα δυτικά και μπαίνω με το αμάξι στην πόλη. Πλησιάζοντας στην Πύλη Αξιού, βλέπω πως έπιασε να φυσάει γερά κι έχει σκοτεινιάσει, σαν να ετοιμάζεται να ξεσπάσει μπουρίνι. Στο ραδιόφωνο ακούω πως «Πέθανε σήμερα ο γνωστός ζωγράφος της Θεσσαλονίκης Κώστας Λούστας…». Αμέσως μου έρχονται στο νου οι τελευταίοι στίχοι από το ποίημά του «Είδα σου λέω»:
[...] Είδα τ’ άσπρα πουλιά σου λέω
που ξεσηκώθηκαν μονομιάς
κ’ είπα
πόσο καλά ήταν ως εδώ…
***
Δυο μέρες μετά, το Σάββατο το πρωί στις 16, πάνω στο Φίλυρο, ήμασταν η οικογένειά του και δυο τρεις ακόμα άνθρωποι που συνοδέψαμε το ξόδι του. Την ώρα που ακολουθούσαμε την πομπή, πίσω από δυο τρία αυτοκίνητα, έκανα μια σκέψη σχετική με την κηδεία του Έκτορος Μπερλιόζ και τα θρυλούμενα πως διαδραματίσθηκαν εκεί: Για μια στιγμή λέγεται πως κάτι τρόμαξε τα άλογα της ιππήλατης νεκροφόρας και αυτά αφηνιασμένα πήραν να τρέχουν, με το φέρετρο μαζί, μέσα στο νεκροταφείο του Περ Λασαίζ. Κι όμως, σαν κάτι αόρατο να τα καθοδηγούσε, τα άλογα ύστερα από λίγο ησύχασαν και ήρεμα πήγαν και στάθηκαν μπροστά στον ανοιγμένο τάφο του συνθέτη. Όλα, λένε, έγιναν στη συνέχεια όπως έπρεπε…
Οδηγώντας, τότε, ένα γρήγορο λευκό αμάξι διακοσίων ίππων και μετέχοντας στην πένθιμη πομπή, άρχισα να σκέφτομαι τρελά πράγματα που περίμενα να συμβούν. Όμως, από το ανοικτό στο Τρίτο Πρόγραμμα ραδιόφωνο εκείνη την ώρα, μια εκπομπή που είχε ηχογραφηθεί παλαιότερα και παρουσίαζε ο γιος του Κώστα, ο Θοδωρής Λούστας, τη στιγμή που φτάναμε στο πλάτωμα του νεκροταφείου, εκεί, «στα υψίπεδα των ανέμων», άρχισε να εκπέμπει ένα σπαρακτικό Miserere. Καταλάβαινα πως η μεταφυσική είχε αναλάβει από δω και μπρος…
Το ίδιο βράδυ ο κοινός μας φίλος, εμένα και του Κώστα, Άρης Τριανταφύλλου, μου έγραψε μεταξύ άλλων ενθυμήσεων και το παρακάτω, με το οποίο επιθυμώ και να κλείσω, γιατί το βρίσκω όμορφο πολύ όσο και πρότυπο ως προς το πνεύμα της λυτρωτικής χαρμολύπης:
«Ανάμνηση από τον Κώστα: Πρέπει να ήταν Χριστούγεννα του 64, γιατί δεν ήμουν ακόμα φοιτητής. Ρεβεγιόν Πρωτοχρονιάς, ο Καραντινός πατήρ –πρέπει να ήταν τότε Κοσμήτωρ της Πολυτεχνικής, ή Πρύτανης στο ΑΠΘ– έπρεπε να παραστεί στη κοσμική εκδήλωση που γίνονταν στο Μεντιτερανέ. Για να υποστεί την βάσανον, μερίμνησε να εξασφαλίσει προσκλήσεις και για όλη την παρέα που προανέφερα. Η εκδήλωση όμως απαιτούσε επίσημο ένδυμα που μεταφραζόμενο στα ήθη της εποχής σήμαινε σμόκιν και παπιγιόν. Σε αφήνω να φανταστείς τον Λούστα, να βγάζει το παντελόνι δίκην βερμούδας που εφόρει και να εγκιβωτίζεται εντός της επισήμου αμφιέσεως που μέσω δανεισμού του είχε εξασφαλίσει η ομήγυρις. Στο μόνο που αρνήθηκε σθεναρώς να υποκύψει ήταν στην κουρά της γενειάδος του (δείγμα αξιοσύνης κατά τον Κώστα) και στην περιποίηση της κόμης του. Αντιλαμβάνεσαι το θέαμα. Εγώ, έμεινα το βράδυ (είχα πάρει διανυκτέρευση από το σπίτι), να κάνω παρέα στη μητέρα του Σωτήρη, άρτι αφιχθείσα εκ Καβάλας. Επρόκειτο για μία φοβερή γιαγιά, που ήταν η προσωποποίηση της Μέδουσας, με έναν έντονο τρόμο στα χέρια, εξαιρετικής ευφυΐας, που με αποκαλούσε - όπως και τον γιο της – κουπούκι. […] Η γιαγιά με έκλεβε ασυστόλως στην κοντσίνα ̶όπως το συνήθιζε άλλωστε ̶ εκείνο το πρωτοχρονιάτικο βράδυ, όταν κατά τις 1 με 2 το πρωί άρχισε να κτυπάει το κουδούνι δαιμονιωδώς και εισέβαλε στο διαμέρισμα ο Λούστας αναψοκοκκινισμένος μέσα στο σμόκιν που ήδη είχε αρχίσει να απεκδύεται και να φωνάζει κλαίοντας “μάμα, μάμα, θα πεθάνω, δεν μπορώ άλλο με το φόρεμα αυτό”. Τότε, αφού ηρέμησε, τον άκουσα να παίζει για πρώτη φορά βιολί, και η γιαγιά Αφροδίτη του χάιδευε το κεφάλι, κι έτσι αποκοιμηθήκαμε και κείνος και ’γω».
Κώστας Λούστας, Αυτοπορτρέτο (1984)
*Τα κείμενα που δημοσιεύθηκαν με την ένδειξη KOSTAS LOUSTAS αποτελούν ολόκληρη την ομιλία που είχα ετοιμάσει σχετικά με τη «βιογραφία-γενεαλογία της σχέσης μου» με τον ζωγράφο, ποιητή, μουσικό Κώστα Λούστα στο διάστημα μιας εικοσιπενταετίας μέχρι το θάνατό του. Τελικά μέρος μόνον του κειμένου αυτού διαβάστηκε στην ποιητική-μουσική βραδιά που διοργάνωσε το «Ίδρυμα Υδρία» της Θεσσαλονίκης, το βράδυ της 2 Φεβρουαρίου του 2023, στη μνήμη του και στην οποία είχα ορισθεί ως «κεντρικός ομιλητής».
Όταν μια Άνοιξη χαμογελάσει
ΑπάντησηΔιαγραφήΘα ντυθείς μια καινούργια φορεσιά
Και θάρθεις να σφίξεις τα χέρια μου
Παλιέ μου φίλε🎼🎹
Υπέροχο όλο, όλα, απόσταγμα εικόνων αγάπης "κηδεία" αλλιώς
ΑπάντησηΔιαγραφή