στον Νίκο Α. Παναγιωτόπουλο
[…] Κόβοντας φαραώσυκα στὴ Μάνη στοχαζόμουνα τὴν ἔξωμη Ἀμερική
μὲ μαυρομαντηλοῦσες ἀπ’ τὴν ἄκρα τῆς θεότητας
ἀπορρίπτοντας δογματισμούς τὰ φραγγέλια τῆς ύπαρξης.
Νίκος Καροῦζος, Ἀλλάζω τὶτλο μὲ σκληρή χημεία
Tώρα το πήρα χαμπάρι. Χρειάστηκε πολλά χρόνια να περάσουν… Γιατί στη Μάνη τόσα θηλυκά ονόματα; Η Μάνη, οι ελιές της, οι ακούνητες μαύρες πέτρες της-οι πυρωμένες ξερολιθιές της, η θάλασσά της…
Κοιτάζοντας ξανά αυτή τη φωτογραφία, ίσως δεκαπέντε χρόνια πριν τραβηγμένη στο «σταθμό» του ΚΤΕΛ στην Αρεόπολη, οι τρεις γυναίκειες δυάδες, τρία διαφορετικά πλάνα στην ίδια φωτογραφία, τρεις και περισσότερες ιστορίες κρυμμένες —βάλτε με το νου σας τώρα…
Βάζω λοιπόν στη θέση τους πότε δυο ελιές που σιγομιλούν μεταξύ τους, πότε δυο πέτρες που κρατούν το χώμα στο μέρος του να μη γυμνώσει το βουνό από το θυμάρι, πότε δυό μικρές αλυκές πάνω στα βράχια που τις τρέφει η θάλασσα με το φιλί και τις πλουτίζει.
Ο οδηγός του λεωφορείου (όπως και ο περαματάρης στο Ταίναρο) που θάρθει, είναι οπωσδήποτε ένας άντρας μικρόσωμος, ξερακιανός και μαυριδερός και θα φτάσει στην ώρα του για το δρομολόγιο...
Μέχρι τότε όμως ας μη πάψουν
τα ταξίδια, ας μην σωπάσει η κουβέντα, ας μη ξεχαστεί το σμίξιμο ούτε το παίξιμο με τη ζωή...