Σάββατο 11 Απριλίου 2020

4Χ4 || Τέσσερις ποιητές / Δεκαέξη ποιήματα (IV)





  Σωτήρης Σόρογκας (1936 - ), Παπαρούνα
     ακρυλικό, κάρβουνο και μελάνι σε μουσαμά || από τόν κατάλογο Δημοπρασιών "Βέργος" (Νοέμβριος 2014). 
 






Γεράσιμος Δενδρινός
 

Ο καθένας γίνεται ποιητής όταν βουρκώνει... 
                                              Γ.Δ.





ΤΩΝ ΑΙΝΙΓΜΑΤΩΝ Η ΑΙΓΛΗ



ναμφιβόλως, ποιητική συλλογή Τά Ανίγματα το  Πολυβίου,

νεαρότατου νθυπολοχαγο τς γγλικς Φρουρς

ες Πορτ Σάιντ, υο γγλοέλληνος φωτογράφου,

μ’ λεξανδρινάς ρίζας το θαυμασία.

Το γραψα παινεστάτη κριτικήν ες τό περιοδικόν

Νέα Ζωή, κι’ ατός, ες ντάλλαγμα,

προσφέρθηκε νά μέ συναντήσει.



κανε ζέστη, μήνας το ούνιος, ὅταν τόν νέμενα

στό καφενεον το ξενοδοχείου «Μετροπόλ»,

στόν τέταρτο ροφο που στεγάζονται

τά γραφεα τς ταιρείας δρεύσεως,

που εργαζόμην πό πολλν τν,

φρσις πονείδιστος  δι’ μέ, πο εμαι πλέον

ες τό γέρμα το βίου καί ες τό όρατον

κι’ νεπαίσθητον δίχτυ το θανάτου.



νεαρός κατέφθασε μέ τήν γγλίδα σύντροφό του.

νδεδυμένος τήν στολήν, λαμπε μέσα στά παράσημα,

( ξιώματα τς ξηρς λλ’ χι νδόξου πολέμου ),

τό διο κι’ κείνη, πάρ’ λο πο φαίνετο

μεγαλύτερη μέ τό ντονο φτιασίδωμα

τό πτυχοειδές της φόρεμα, τήν κορδέλα καί τ’ νθη

πίσω π’ τό νασηκωμένο γεσο  το καπέλου.

Μ’ χαιρέτησεν τυπικς, ν σφιγγε

ες τήν παλάμη της τήν δική του.



ταν λθαν τά κεράσματα,

συζήτησίς μας, κορυφωμένη περί τά ποιητικά,

το ψυχρά δη.   ποιητής  σαστισμένος δειχνε,

φοβισμένος μλλον, ν κοπέλα διάφορη,

χοντας μονίμως τό βλέμμα στά σταθμευμένα

δίπλα στούς φοίνικες παϊτόνια τς πλατείας Μανσσεγιά.

Κάποια στιγμή, Πολύβιος μ’ δειξε να ποίημα

πο μέ εχε φιερώσει. το μέτριο, δέν θύμιζε κν

τν Ανιγμάτων τήν αγλη.

Οτε πού πρόλαβα τίποτε νά επω,

ταν μέ νακοίνωσε τόν γάμο του ες δέκα μέρας

κι’ κείνη τότε γειρε εχαρις

τό κεφάλι  τρυφερά ες τόν μον του.

Τά βλέμματά των, κρως σημαίνοντα,

μο προκάλεσαν αφνης μηχανία κι’ νοχή.



Φεύγοντας, νθυμομαι πς λιος

το σιμά ες τήν δύσιν του καί δυνατός γέρας

φυσοσε π’ τήν παραλία.

Αφνης, τ’ φιερωμένο ποίημα π’ τά χέρια μου γλίστρησεν.

Παρασυρμένο π’ τ’ ραιό σύννεφο τς μμου

χάθηκε πρός τό μέρος τς θάλασσας

πού σάν νά φυραίνει μέ τά χρόνια.



Δέν λυπήθηκα γιά τό ποίημα πού χασα,

σο γιά τήν τέχνη τς ποιήσεως,

πού σως μέ τόν γάμο τονήσει και λησμονηθε,

και σβύσει διά παντός κανότης κείνη,

καί τς δημιουργίας τν στίχων περοχή.

                                                   [Από τα ανέκδοτα εισέτι «Καβαφικά»του Γ.Δ.]





ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΣ



Ζ σέ σπίτι χωρίς νερό καί φς.

Μέ τήν γάπη βλέπω καί με ατή νίβομαι.

Κι να πουλί, ρμντας κάθε πρωί

στ’ νοιχτό παράθυρο,

μο φέρνει τά γράμματά σου

πό τόν ξω κόσμο.




                                   φωτ. Ν.Τσίγκας





Η ΑΚΤΗ ΑΔΕΙΑ



Τό νετο πέρασμα πρός τό Καντίκιοϊ,

Μέ δειο πλοο πό τή βουή το κόσμου

τόν Νοέμβριο το τους 2013,

συνοδευμένο πό σμήνη γλάρων,

(πετντας σέ σχμα V τς νίκης

μάταια προσπαθον ν’ ποσπάσουν

χρόνια τώρα τό χάδι το ορανο),

μέ τή μνήμη στιγματισμένη πό πρόσφατα γεγονότα,

στατη πνοή τς νοσταλγικς μου πώλειας,

λυτρωτικό θάμπος πο μέ δηγε ξανά,

πίσω στούς σκιερούς δρόμους τς μνήμης,

σέ δωμάτια χωρίς σκαλιά καί παράθυρα,

χρηστες κουρτίνες, τοιμόρροπους σοβδες,

κι γώ στήν πέραντη λεωφόρο το Οσκουντάρ,

σταματημένος γιά λίγο στίς βιτρίνες μέ τά δρα

πού περιμένουν δύσπιστους γοραστές,

μέ τό νείπωτο παράπονο

πάνω στό ραγισμένο στθος,

γιά σα ζησα γιά μιά στιγμή μονάχα,

συντονισμένα βλέμματα, λικνιστές γκαλιές

καί μυρωδιά τν σωμάτων.



Πυκνή σκόνη πό τά λατομεαπομένει μονάχα το τζιντέ,

πο μεταφέρει σκορπισμένη νεμος

πάνω στά γερτά μας σώματα,

μπροστά στήν κρήνη το σουλτάνου χμέτ Γ΄

κοντά στήν πιάτσα τν ντολμούς,

ν πέρα μακριά, στό Καρατζααχμέτ μεζαρλιγί,

συγγενες καί φίλοι, θαβαν νυποψίαστοι,

μέρα μεσημέρι τόν διο γαπημένο,

πού τούς χάρισε να βράδυ μιά γκαλιά,

ν κίνητοι μέσα στό φθινοπωρινό γιάζι,

στέλνουν δεήσεις πρός τόν Θεό, το ποίου τό λεος,

κι ατή τή φορά, σως δέν εναι

τόσο σκληρό καί νέλπιστο.







ΣΕΝΤΟΝΙΑ



πόψε εδα σέ νειρο τόν δερφό μου

Ν’ πλώνει στήν αλή το σπιτιο μας

Κάτασπρα σεντόνια μέ χνά ποτυπώματα φιλιν

Πού το χάρισε μιά νύχτα κείνη πτασία,

χαμένη να μεσημέρι στήν ρμή το νεροῦ─

κατέβαινε πό τό βουνό παρασέρνοντας

χώματα, σπίτια, νθρώπους, στέγες πικλινες,

(νάπαυλα τν πουλιν για τό καθιερωμένο ταξίδι τους)

καί γάλματα θεν πού ποτέ δέν κονε

τίς προσευχές μας.



Τόν θυμμαι συχνά νεβασμένο

περήφανα στή μηχανή του,

προτο πάρει τή μοιραία πόφαση

νά συναντηθε μαζί μέ τήν πτασία κείνη,

σέ κάποιο στρικό σμνος, τη φωτός μακριά,

μιά νύχτα σάν ατή πού τόν πισκέφτηκε χάρη,

κολουθντας ξέφρενη πορεία πρός τήν παγορευμένη

κι’ πότομη διάβαση.


                                     [από τη συλλογή «Ἄβατοι τόποι», (.poema..) εκδόσεις, 2015]







ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ ΔΕΝΔΡΙΝΟΥ



1.   Ένα πακέτο “Άρωμα”, Διηγήματα, 1η έκδοση «Ρόπτρον», Αθήνα, 1992, (έκδοση βελτιωμένη, «Κέδρος», Αθήνα 1995).

2.   Χαιρετίσματα από το νότο, μυθιστόρημα, «Οδυσσέας», Αθήνα 1994, (έκδοση βελτιωμένη, «Κέδρος», Αθήνα 2003)Στο έργο αυτό βασίστηκε το σενάριο της ταινίας του Δημήτρη Μακρή, Χαιρέτα μας τον πλάτανο, που διαγωνίστηκε στο 2004 στο 54ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.

3.   Ματίας ντελ Ρίος - ψευδοημερολόγιο –  «Οδυσσέας», Αθήνα 1995 – (έκδοση βελτιωμένη, «Κέδρος», Αθήνα 2006).

4.   Απέραντες συνοικίες, μυθιστόρημα, «Κέδρος», Αθήνα 2001.

5.   Άλκης, μυθιστόρημα, «Μεταίχμιο», Αθήνα 2003,

6.   Φραγή εισερχομένων κλήσεων, μυθιστόρημα «Μεταίχμιο», Αθήνα 2006.

7.   Άβατοι Τόποι, Invia Loca - Ποιήματα, (.poema...), Κορώνη 2015

8.   Βήματα σε λιθόστρωτο, «Διάπλαση», Αθήνα 2018.

2 σχόλια:

  1. Εσύ είσαι ο ανομολόγητος αδερφός μου.Σε ευχαριστώ πολύ, Νώντα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Γεράσιμε ΝΑΙ!
      Να εκδώσεις ΟΠΩΣΔΗΠΟΤΕ τα "Καβαφικά" σου ΕΔΩ στη Σαλονίκη μόλις φύγει από το κεφάλι μας αυτός ο μουρντάρης που μας έχει κάνει τις ζωές άνω κάτω!

      Διαγραφή