Παραμονές Χριστούγεννα τα έλαβα. Σήμερα αξιώθηκα να το «αναγγείλω»: Δυο μικρά κομψότατα και νοικοκυρεμένα βιβλία του Ί. Δραγούμη από το manifesto του φίλου Θεόδωρο Παντούλα. Ο «Ελληνικός πολιτισμός» και «Η Μικρή Πατρίδα (Τρεις προκηρύξεις)». Έργα που έχουν αναδημοσιευτεί (όπως και κακοποιηθεί αναλόγως) τώρα φροντισμένα και με «πρόλογο» (Κλ. Παράσχου το πρώτο και Στ. Μπεκατώρου το δεύτερο), επίμετρα (Στ. Παπαθεμελή το πρώτο και Δημ. Τσάκωνα το δεύτερο), με γλωσσάρι, χρονολόγιο και πολυτονισμένα αμφότερα. Το πυρετικό κείμενο της εισαγωγής υπάρχει -με μικρές αλλαγές- και στα δυο βιβλία. Αναδημοσιεύω με χαρά και συγκίνηση την εισαγωγή του Θ. Παντούλα από το «Ελληνικός Πολιτισμός»:
Ἕνα καθρέφτισμα πού μᾶς δυσκολεύει
του ΘΕΟΔΩΡΟΥ Ε. ΠΑΝΤΟΥΛΑ
Ίων
Δραγούμης (περίπου 1915)
Επιχρωματισμένη φωτογραφία του Αρχείου Ίωνος Δραγούμη ΑΣΚΣΑ
Ὁ Ἴων Δραγούμης κακόπεσε κι ἔμεινε ἐν πολλοῖς στ’ ἀζήτητα. Ἀναμενόμενο ὅμως ἦταν.
Οἱ Μελοῦνοι, οἱ θιασῶτες τῆς μικρῆς (ἀλλά ὄχι καί τόσο ἐντίμου) Ἑλλάδος, τί νά
τήν κάνουν τήν Ἑλλάδα τοῦ Δραγούμη; Τούς ξεβόλευε. Ἄνιωθοι ἦσαν στήν ἀνοιχτωσιά
της. Οἱ ξωμερίτες μόνο μπελάδες τούς ἔφερναν. Δέν φτάναν οἱ ἀδικοσκοτωμένοι, ἔπρεπε
νά φέρουν βόλτα καί τούς πρόσφυγες μετά τήν ἐκρίζωση τοῦ Μικρασιατικοῦ Ἑλληνισμοῦ.
Τί πέραση νά ἔχουν οἱ πατριωτικές κουβέντες; Ἀφῆστε πού μέ τόν χρόνο ἔμπαιναν
στήν ἄκρη οἱ ἐθνικοί ἀγῶνες κι ἡ ξιπασμένη Ἑλλαδίτσα ἀνακάλυπτε τήν ταξική πάλη
– δέν εἴχαμε φτάσει βέβαια ἀκόμη στή σημερινή κατάντια τῆς ἀρνησιπατρίας, ἀλλά
δέν ὑπῆρχε θέση γιά τόν ἀνύστακτο καημό τοῦ Δραγούμη.
Ἀπ’ ἄκρη σέ ἄκρη μᾶς προέκυψαν, σχεδόν ὅλοι τους, Βενιζελικότεροι τῶν Βενιζέλων. Μπορεῖ ὁ διχασμός, ἀκόμη καί περί ὄνου σκιάς, νά εἶναι ἐγγενές στοιχεῖο τοῦ δημοσίου βίου, ὁ βενιζελισμός ὅμως ἔγινε τό προαπαιτούμενό του. Σέ αὐτή τήν ἁπλούστευση ὁ Δραγούμης ἦταν ὀχληρή ἐξαίρεση. Κι ὁ κανόνας ἐπιβεβαιωνόταν ἤ μέ τήν παρασιώπηση ἤ μέ τήν παραχάραξη.
Μέ τοῦτα καί μέ τ’ ἄλλα μεταπολεμικά ὁ ἀδικοσκοτωμένος ἔγινε βορά μιᾶς πατριδοκάπηλης ρητορείας, πού ἀναζητοῦσε ἰθαγενεῖς προγόνους γιά νά κρύψει πόσο ξένη εἶναι μέ τόν τόπο καί τόν τρόπο τῶν Ἑλλήνων. Ἀλλά οἱ παραναγνώσεις δέν γίναν ἀμέσως. Ὁ Δ. Βεζανής, πού ἀγράμματο δέν τόν λές, σέ μεταπολεμικό ἀφιέρωμα στὸν Ἴωνα Δραγούμη, τό μόνο πού βρῆκε νά γράψει ἦταν πόσα λάθη ἔκανε! (Περ. Ἐλληνική Δημιουργία, Ἀφιέρωμα Ἴων Δραγούμης, τ. 112, 1952).
Ἀλλά τί τά θέλετε; Οἱ νεκροί εἶναι βολικοί. Πρῶτα ἀπ’ ὅλα δέν μιλᾶνε – ἰδίως σέ ὅσους ἔχουν αὐτιά βουλωμένα. Γι’ αὐτό καί δεκαετίες τώρα ὁ Ἴων Δραγούμης, ἤ ἀκριβέστερα κάποιοι ἀφορισμοί του, αναπαράγονται ἀπό ἀνθρώπους πού ἀγνοοῦν τό ἔργο του καί τήν ἀγωνία του, φέρνοντάς στά χαμηλά τους μέτρα ἕναν σπάνιας ποιότητας καί ἀνυστεροβουλίας ἄνδρα, πού δέν ἔχει καμία σχέση μέ τή δική τους ἐπηρμένη ἀλλά κι ἀνεπίγνωστη ἀπαιδευσία. Βολικότερα λοιπόν τά τσιτάτα, παρά ὁλόκληρος ὁ Δραγούμης.
Ὅσο ὁ συντηρητισμός πούλαγε (τήν) πατρίδα, ὁ προοδευτικός ἑσμός ἀγόραζε ἀπό δεύτερο χέρι τήν ἀποδόμησή της. Πάλι καλά νά λέμε πού βρέθηκε ἕνας φιλόπονος και φιλότιμος ἄνθρωπος πού καταπιάστηκε ἐπ' ἐσχάτοις μέ τη δημοσίευση τῶν ἡμερολογιακῶν καταγραφῶν τοῦ Δραγούμη, ἕναν αἰώνα μετά τήν ἄνανδρη δολοφονία του! (Ἴων Δραγούμης, Τα «κρυμμένα» ἡμερολόγια: Ὀκτώβριος 1912-Αὔγουστος 1913, πρόλογος Μάρκος Φ. Δραγούμης, εισαγωγή-επιμέλεια-σχόλια: Νώντας Τσίγκας, Πατάκης 2021).
*
Ἀπό τήν ἄλλη, ἔχω τήν ἐντύπωση ὅτι ἡ συγγραφή γιά τὸν Ἴωνα Δραγούμη ὑπῆρξε πάρεργο. Ὁ ἴδιος ἦταν κατεξοχήν ἄνθρωπος τῆς δράσης. Στό περιθώριο αὐτῆς τῆς δράσης, ἄλλοτε γιά νά τή στηρίξει καί συχνότερα, νομίζω, γιά νά τήν ὀργανώσει ἐντός του, ἔγραψε τά ὅσα ἔγραψε, μέ ἐξαιρετική θέρμη ἀλλά χωρίς καμία συστηματικότητα. Ἡμερολογιακές καταγραφές, σχεδόν ἀνεπεξέργαστες, συνήθως καταθέτει. Γι’ αὐτό οὔτε οἱ ἐπαναλήψεις λείπουν οὔτε οἱ ἀνακολουθίες. Αὐτές οἱ τελευταῖες, μάλιστα, καλό εἶναι νά μή λογίζονται ἐπιπόλαια σάν ἀντιφάσεις, ἀλλά ὡς σηματωροί μιᾶς δύσκολης καί μοναχικῆς πορείας, πού εἶχε τή γενναιότητα τῶν ἀναθεωρήσεων, χωρίς όμως ποτέ νά νερώσει τό κρασί της.
Ὁ Ἑλληνικός πολιτισμός, πάντως, εἶναι ἐν πολλοῖς ἔργο τῆς πνευματικῆς ὡριμότητας τοῦ Ἴ. Δραγούμη καί δέν παρουσιάζει τίς συνήθεις ἀδυναμίες του. Δέν λείπει κι ἀπό αὐτό ἡ γλωσσική ρώμη, ἡ ἀφηγηματική ευχέρεια καί ἡ στοχαστική ὀξυδέρκεια. Τό ἐρώτημα εἶναι ἂν ὅλα αὐτά φτάνουν γιά να κατατάξουν τόν Δραγούμη στούς μεγάλους μας συγγραφεῖς. Πιθανῶς ὄχι, ἀλλά ὁ ἴδιος πολύ περισσότερο ἀπό συγγραφέας, ὑπῆρξε, νομίζω καί πάλι, μεγάλος ἄνθρωπος καί σπουδαῖος Ἕλληνας. Γι’ αὐτό καί ἀξίζει νά τόν σπουδάζουμε. Ὄχι γιά νά συμφωνήσουμε σέ ὅλα ὅσα γράφει, ἀλλά γιά να μπολιάσουμε τίς ζωές μας μέ τήν εἰλικρινή ἀγωνία του καί μέ παραθεωρημένες ὄψεις τοῦ συλλογικοῦ μας προσώπου.
*
Σέ μία περίοδο ρευστότητας καί ἀνθιστάμενος σέ διάφορους -ισμούς, ὁ Ἴων Δραγούμης τόλμησε νέες συνθέσεις σχετιζόμενος ἐκ τοῦ σύνεγγυς μέ τήν, ἐκτός χαρβαλωμένης Ἑλλάδος, Ἑλλάδα - τήν ἰδιοκυβέρνητη Ἑλλάδα. Ἀπό αὐτή τή σχέση ζυμώθηκε καί πλάστηκε τό «νέο ιδανικό». Καί ὅλα αὐτά πού συναντοῦμε στίς Προκηρύξεις κατασταλάζουν, χωρίς διόλου νά καταλαγιάζουν, στόν Ἑλληνικό πολιτισμό. Νιώθει ὁ συγγραφέας τους ὅτι ἡ γνωριμιά μέ τόν βαθύτερο ἑαυτό μας θά μᾶς στυλώσει στά πόδια μας κι ὄχι οἱ λογιῶν λογιῶν πατερίτσες τῶν ἐγχώριων ἤ ἐξωχώριων καλοθελητῶν. Ὁ συγκερασμός ἐθνικοῦ καί κοινωνικοῦ ζητήματος δέν εἶναι προγραμματική θέση ἀλλά πραγματικότητα πού ἡ ἀγνόησή της δέν ζημιώνει τήν πραγματικότητα, μά ὅσους τήν παραβλέπουν. Οἱ κοινότητες εἶναι ὁ ἀρχαῖος τρόπος τῶν Ἑλλήνων καί αὐτές μποροῦν νά διασώσουν, νά περιθάλψουν, νά καλλύνουν καί νά μεγαλύνουν τήν ὕπαρξή μας, βάζοντάς μας ἐκ νέου στήν Ἱστορία ὄχι ὡς παρακολουθήματα ἀλλά ὡς πρωταγωνιστές.
Στίς ἀρχές τοῦ προηγούμενου αιώνα ὅλα φάνταζαν πιθανά – κι ἄς ἦταν λίγοι καί λιγοστοί οἱ συνομιλητές τοῦ Δραγούμη πού, μᾶλλον, σπαταλήθηκε γυρεύοντάς τους. Σήμερα γνωρίζουμε ὅτι δέν πήραμε τόν δρόμο τῶν κοινοτήτων. Προτιμήσαμε νά πορευτοῦμε καί νά ἐμπορευτοῦμε ὡς παρακοιμώμενοι ἕτερων δυνάμεων.
Καί κάπως ἔτσι, μήν ξέροντας τί γυρεύουμε, ξεμείναμε «στήν ἀγορά συναθροισμένοι».
Στόν Ἴωνα Δραγούμη, πάντως, ἦταν ὁλότελα σαφές καί τό ποιοί εἴμαστε καί τό τί γυρεύουμε. Στό κάπως φτηνό ἐρώτημα ἄν εἶναι ἐθνικιστής ἤ κοινωνιστής, μέ ἀκρίβεια ξεκαθάρισε ὅτι εἶναι «ὅλα αὐτά, ἀλλά προπαντός ἄνθρωπος».
Ἐμεῖς, προφανέστατα, ἀπαντήσαμε διαφορετικά στὸ ἐρώτημα καί σήμερα μᾶς καταπίνει ἀμάσητους κι ἀνυποψίστους ἡ ἀπανθρωπία τῶν Ἀγορῶν.
Ὁ Ἴων Δραγούμης ἦταν ἐφηβικός μου παιδεμός. Καί γι’ αὐτό παντοτινός. Τόν ἔκανα πέρα κι αὐτόν καί τίς πρόχειρες ἐκδόσεις τοῦ ἔργου του γιά χρόνια. Μ’ ἐνοχλοῦσε ἡ τσαπατσουλιά, ἡ μεγαλοστομία καί οἱ παλινωδίες του. Ἐπιπόλαιες κρίσεις προφανῶς, ἀλλά συχνότερα τούς δικούς μας ἀνθρώπους ἀδικοῦμε στή ζωή, γιατί ἀπό αὐτούς ἔχουμε ἀπαιτήσεις – οἱ ἄλλοι περαστικοί εἶναι, μουσαφιραῖοι πού, ἐντέλει, πᾶν ἀπό ἐκεῖ πού ἦρθαν.
Τόν ξαναβρῆκα μεγαλώνοντας, ὅταν μαλάκωσα κι ἔνιωσα τήν ἀντάρα πού τόν παράδερνε ἐπιλέγοντας μιά ζωή πολύ λιγότερο βολική ἀπό αὐτήν πού εἶχε στό τσεπάκι του.
Τοῦ χρωστάω (καί τοῦ χρωστᾶμε) πολλά. Ἐτούτη ἡ ἔκδοση –κι ὅσες ἀκολουθήσουν, ἄν ἀξιωθοῦμε δέν εἶναι παρά μιά ἔκφραση τῶν ὀφειλῶν μου.
*
Στήν παροῦσα ἔκδοση ἀντί προλόγου παραθέτουμε ἕνα κείμενο τοῦ Στέφανου Μπεκατώρου σχετικά μέ τήν ἐκδοτική ἐκκρεμμότητα τῶν ἔργων τοῦ Ἴωνος Δραγούμη. Τὸ κείμενο πρωτοδημοσιεύθηκε στήν ἐφ. Ἡ Αὐγή το 2001, ἀλλά διατηρεῖ τήν ἐπικαιρότητά του. Τήν ἐπισήμανσή του τήν χρωστάμε στὸν πολύτιμο Ν. Τσίγκα.
Στό ἐπίμετρο παραθέτουμε μιά γόνιμη προσέγγιση τοῦ Δημητρίου Τσάκωνα πού, παρότι ἀδίκησε τόν ἑαυτό του καί τήν ἐπιστημοσύνη του μέ τίς πολιτικές του επιλογές, προσεγγίζει σεβαστικά τό ἔργο τοῦ Δραγούμη καί κάνει ἐνδιαφέρουσες ἀποτιμήσεις.
Ὁ τίτλος Μικρή πατρίδα, πού στεγάζει τίς τρεῖς Προκηρύξεις, εἶναι δικός μας.
Σέ ὅλα τά κείμενα τολμήσαμε μικρές ἁπλοποιήσεις, καθιστώντας τα, πιθανῶς, πλησιέστερα στό σημερινό γλωσσικό αἴσθημα.
*
Εὐχαριστίες στόν λόγιο Κωνσταντῖνο Τσιώλη, πού εἶδε μέ ἀγάπη τά τυπογραφικά δοκίμια καί στόν δικό μου Ὀδυσσέα-Εὐάγγελο πού σχεδίασε τό ἐξώφυλλο.
Τά ἀβλεπτήματα καί τά λάθη, ἂς πιστωθοῦν στή δική μου προχειρότητα καί βιασύνη.
Καί εἰς ἄλλα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παράκληση να τηρούνται οι κανόνες της πολιτικής σχολίων που ισχύουν. Σχόλια με υβριστικό, προσβλητικό ή παρόμοιο περιεχόμενο δεν γίνονται αποδεκτά και επομένως θα διαγράφονται.